Η πνευμονία εξ υπερευαισθησίας εκδηλώνεται κλινικά με τρεις μορφές: ως οξεία, υποξεία και χρόνια, αν και δεν έχουν αποτυπωθεί σαφείς ορισμοί των τριών μορφών. Έχει επίσης, προταθεί η διάκριση: πρόσφατα διαγνωσθείσα, υποτροπιάζουσα ή εξελικτική και υπολειπόμενη πάθηση.
a. Οξεία πνευμονία εξ υπερευαισθησίας
Η κλινική εικόνα στην περίοδο αυτή σχετίζεται με την έκθεση στο αντιγόνο. Αρχικά, παρατηρείται βήχας ξηρός, ερεθιστικός, με την επαφή με το αντιγονικό ερέθισμα, ο οποίος υφίεται με την απομάκρυνση του ατόμου από το ερεθιστικό περιβάλλον. Δώδεκα, περίπου, ώρες αργότερα, η νόσος εκδηλώνεται με ρίγη και πυρετό, μυαλγίες, γενικευμένη κακουχία, συμπτώματα τα οποία εξαφανίζονται μετά λίγες ώρες - ημέρες και επανέρχονται με τη νέα έκθεση του ατόμου στο αντιγονικό περιβάλλον. Οι συστηματικές εκδηλώσεις δεν εξελίσσονται, αλλά η δύσπνοια συνήθως επιδεινώνεται με κάθε νέα έκθεση. Στα επικρατέστερα από τα συμπτώματα και σημεία της παθήσεως συμπεριλαμβάνονται η ταχύπνοια, η ταχυκαρδία, η κυάνωση, οι τρίζοντες και οι μουσικοί ρόγχοι και ο υψηλός πυρετός. Στο ακτινογράφημα θώρακος, τυπικά, αναγνωρίζονται κεχροειδείς διηθήσεις διαμέτρου 1-3 mm, στα κάτω πνευμονικά πεδία. Από τη γενική αίματος διαπιστώνεται λευκοκυττάρωση και πολυμορφοπυρήνωση, στις περισσότερες των περιπτώσεων. Από το λειτουργικό έλεγχο της αναπνοής, διαπιστώνεται περιοριστικού τύπου ελάττωση της ικανότητας αερισμού, ελάττωση της πνευμονικής διατασιμότητας και της ικανότητας διαχύσεως. Γενικά, οι λειτουργικές διαταραχές επιστρέφουν στα φυσιολογικά τους όρια μετά μερικές εβδομάδες ή μήνες κατά τους οποίους η έκθεση στον αιτιοπαθογενετικό παράγοντα έχει αποφευχθεί.
b. Υποξεία πνευμονία εξ υπερευαισθησίας
Η υποξεία μορφή της πνευμονίας εξ υπερευαισθησίας προσομοιάζει με τη χρόνια εξελικτική βρογχίτιδα και δε συσχετίζεται με ευκρίνεια με την έκθεση στο υπεύθυνο αντιγονικό περιβάλλον. Την κλινική εικόνα διαμορφώνει ο παραγωγικός βήχας, η εύκολη κόπωση, η δύσπνοια και η απώλεια βάρους. Ο λειτουργικός έλεγχος της αναπνοής αποκαλύπτει μικτό τύπο διαταραχής του αερισμού, ενώ η υποξαιμία στην κόπωση μπορεί να είναι πολύ σοβαρή.
c. Χρόνια πνευμονία εξ υπερευαισθησίας
Εγκαθίσταται μετά παρατεταμένη έκθεση στο υπεύθυνο αντιγόνο, η οποία απολήγει στη μόνιμη εγκατάσταση δύσπνοιας, παραγωγικού βήχα και απώλειας βάρους. Μπορεί επίσης να οφείελται σε προηγηθείσα υποξεία ΠΥ, που δεν διεγνώσθη ή δεν θεραπεύτηκε, ή άρχεται με πολύ ήπια αρχικά συμπτώματα, εξελισσόμενα που μιμούνται χρόνια βρογχίτιδα. Τυπικά, οι ασθενείς προσέρονται με βήχα, παραγωγή πτυέλων, δύσπνοια στην κόπωση, προδευτική απώλεια βάρους, ανορεξία, κακουχία, και, μερικές φορές, χαμηλό, συνεχή πυρετό. Δεν αναγνωρίζεται πληκτροδακτυλία.
Στην ακτινογραφία θώρακος αναγνωρίζεται διάχυτη διάμεση ίνωση που επικρατεί στα άνω πνευμονικά πεδία. Η ίνωση μπορεί να εξελίσσεται ακόμη και μετά τη διακοπή της εκθέσεως ή τη χορήγηση ικανών δόσεων κορτικοειδών. Αντίθετα με τις άλλες κοκκιωματώδεις βλάβες στους πνεύμονες, η πνευμονία εξ υπερευαισθησίας περιορίζεται στους πνεύμονες και δεν εκτείνεται σε άλλα όργανα. Επιπλέον, πλευριτικά εξιδρώματα, παχυπλευριτικές βλάβες, πυλαία λεμφαδενοπάθεια, αποτιτανώσεις, σπηλαιοποιήσεις, ατελεκτασίες και νομισματοειδείς σκιάσεις δεν παράγονται επί πνευμονίας εξ υπερευαισθησίας. Επομένως, δεν εντοπίζονται τρίζοντες.
Τα συμπτώματα δεν αντιστοιχούν με σαφήνεια στην έκθεση στα υπεύθυνα αντιγόνα. Η χρόνια ΠΥ μπορεί να εξελικτική να ανυπόστρεπτη, με ή χωρίς συνεχιζόμενη έκθεση στο υπεύθυνο αντιγόνο. Η πάθηση μπορεί να οδηγήσει σε χρόνια αναπνευστική ανεπάρκεια. Η επέκταση σε πνευμονική ίνωση συνοδεύεται από μεγαλύτερη ηλικία, σοβαρότερη, περιοριστικού τύπου, μείωση της ικανότητας αερισμού, κια μειωμένη επιβίωση.