Η διάγνωση της πνευμονίας εξ υπερευαισθησίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη δυνατότητα συσχετίσεως των συμπτωμάτων με τον αιτιολογικό παράγοντα. Επομένως, είναι απαραίτητη η πολύ προσεκτική λήψη του ιστορικού, που αποτελεί την κύρια κλείδα της διαγνώσεως. Ετσι, μπορεί να αποδειχθεί η εμφάνιση των συμπτωμάτων στην οξεία φάση 4-6 ώρες μετά τη μαζική έκθεση στον αιτιολογικό παράγοντα. To ιστορικό εκθέσεως μπορεί να αποδειχθεί δύσκολο να αποκαλυφθεί, ιδίως όταν ο υποκείμενος αιτιολογικός παράγοντας είναι οι υγραντήρες ή οι συσκευές κλιματισμού. Είναι δύσκολο, επιπλέον, να αποκαλυφθεί ο υποκείμενος αιτιοπαθογενετικός παράγοντας, σε περιπτώσεις με χαμηλή, αλλά μακροχρόνια έκθεση.
a. Πρεσιπιτίνες ορού
Παρ΄όλο ότι η παρουσία τους δεν είναι παθογνωμονική, καθιζάνοντα αντισώματα ανιχνεύονται συχνά (σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50%), επί ασθενών με πνευμονία εξ υπερευαισθησίας. Σημειώνεται ότι αντισώματα του είδους ανιχνεύονται, επίσης, σε άτομα χωρίς τη νόσο. Τα ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα μπορεί να αποδοθούν στην εσφαλμένη επιλογή του ή την ακατάλληλη προετοιμασία του αντιγόνου για την εκτέλεση της δοκιμασίας.
b. Δερματικές δοκιμασίες
Ο έλεγχος της δερματικής αντιδράσεως απέναντι στο πιθανολογούμενο αντιγονικό ερέθισμα δεν είναι ειδικός και, επομένως, αξιόπιστος. Για το λόγο αυτόν, οι δερματικές δοκιμασίες δε χρησιμοποιούνται στη διάγνωση της πνευμονίας εξ υπερευαισθησίας.
c. Βρογχοπνευμονική πρόκληση
Με την εισπνοή απομονωθέντος αντιγόνου μπορεί να προκληθούν συμπτώματα ανάλογα με τα παρατηρούμενα επί οξείας μορφής πνευμονίτιδας εξ εισροφήσεως. Τα συμπτώματα εμφανίζονται 4-12 ώρες μετά την εισπνοή του αντιγόνου και, συμπερασματικά, επιβεβαιώνουν τη συμμετοχή του αντιγόνου στη διαμόρφωση των παθογενετικών εξελίξεων. Ωστόσο, δεν υπάρχουν καλά προτυποποιημένα αντιγόνα και η δοκιμασία μπορεί να προκαλέσει βαρειά συμπτώματα στον ασθενή και μεγάλου βαθμού υποξαιμία. Επομένως, οι δοκιμασίες βρογχοπνευμονικής προκλήσεως δεν πρέπει να αποτελούν συνήθη διαγνωστική πρακτική.
d. Βρογχοκυψελιδικές εκπλύσεις
Οι βρογχοκυψελιδικές εκπλύσεις μπορεί να προσφέρουν σημαντικά στη διάγνωση της εξ υπερευαισθησίας πνευμονίας. Τυπικά, συγκεντρώνεται μεγάλος αριθμός λεμφοκυττάρων, ικανή αναλογία από τα οποία είναι Τ-λεμφοκύτταρα (Τ8+, κατασταλτικά, κυτταροτοξικά λεμφοκύτταρα). Το βρογχοκυψελιδικό έκπλυμα εμπεριέχει επίσης μεγάλα ποσά IgG και IgM, ενώ είναι πλούσιο σε λευκώματα.
e. Βιοψία πνεύμονος
Η βιοψία πνεύμονος είναι, μερικές φορές, αναγκαία, προκειμένου να προσεγγισθεί η διάγνωση σε εκείνες από τις περιπτώσεις, στις οποίες δεν μπορεί να αναγνωρισθεί σαφής έκθεση σε συγκεκριμένο αντιγόνο από το ιστορικό και δε διευκρινίζεται η πάθηση από τον υπόλοιπο κλινικοεργαστηριακό έλεγχο. Δείγματα διαβρογχικής βιοψίας πνεύμονος είναι συνήθως ανεπαρκούς ποσότητας για την ιστολογική στήριξη της διαγνώσεως. Αν και τα παθολογοανατομικά ευρήματα μπορεί να διευκολύνουν τον αποκλεισμό άλλων νοσημάτων με παρεμφερή κλινικοεργαστηριακή συμπεριφορά, δεν υπάρχουν παθογνωμονικά ιστολογικά ευρήματα επί πνευμονίας εξ υπερευαισθησίας.