Ο κυψελιδικός αερισμός τροποποιείται εξ αιτίας μεταβολικών διαταραχών.
Έτσι, επί μεταβολικής οξεώσεως ο κυψελιδικός αερισμός αυξάνεται από 5 l/min, σε 30 l/min ή και περισσότερο, καθώς το αρτηριακό pH μειώνεται από 7.40 προς 7.00 (αναπνοή Kausmaul, Η αύξηση του αερισμού επί μεταβολικής οξεώσεως συνιστά αποδοτική αντιρροπιστική αντίδραση του οργανισμού, εφ όσον επιτυγχάνεται δραστική μείωση της PaCO2, με την οποία ωθείται η επιστροφή του pH προς τα φυσιολογικά όρια. Η αρχική μεταβολή του αερισμού διαμεσολαβείται από τους περιφερικούς χημειοϋποδοχείς (à1390). Η αύξηση του αερισμού επιφέρει ελάττωση της PaCO2, που συνεπάγεται οξεία αύξηση του pH του ΕΝΥ και του διαμέσου χώρου στον εγκέφαλο, καθώς το CO2 διαπερνά αθρόα τον αιματεγκεφαλικό φραγμό (αλλά όχι και τα HCO3̄). Ως αποτέλεσμα αυτού του ‘παραδόξου’, οι κεντρικοί χημειοϋποδοχείς ‘βλέπουν αλκαλιαιμία’, ώστε να τείνουν να μειώσουν τον αερισμό. Εάν η μεταβολική οξέωση παραταθεί επί ώρες ή ημέρες, το pH στον εγκεφαλικό ιστό θα μειωθεί, ως αποτέλεσμα διηθήσεως ιόντων ή σχηματισμού νέου ΕΝΥ, το οποίο αντανακλά τα επίπεδα του συστηματικού pH. Έτσι, η προσαρμογή του εγκεφάλου ολοκληρώνεται σε 12-24 ώρες, μετά την παρέλευση των οποίων ολοκληρώνεται η αντιρροπιστική προσαρμογή του αερισμού. Αντίθετα, η ελάττωση του αερισμού (κυψελιδικός υποαερισμός), που συνεπάγεται αύξηση της PaCO2 προκαλεί μείωση του pH προς το φυσιολογικό, επί μεταβολικής αλκαλώσεως, όπου τα HCO3̄ του πλάσματος αυξάνονται. Η σημασία της αναπνευστικής ρυθμίσεως του pH αναγνωρίζεται καλύτερα με το επόμενο παράδειγμα.
Επί διαβητικής κετοξεώσεως, η παραγωγή κετοξέων ρυθμίζεται μερικώς στο εξωκυττάριο υγρό, απολήγοντας σε δραστική μείωση της συγκεντρώσεως των HCO3̄ στο πλάσμα, πχ., 6 mmol/l. Εάν η PaCO2 παρέμενε σταθερή, το pH, σύμφωνα με την εξίσωση (à572, 3), θα ήταν: pH=6.1+log(5/0.03x40)=6.80. Καθώς, όμως, διεγείρεται ο αερισμός, η PaCO2 μειώνεται σε επίπεδα μικρότερα των 16 mmHg και το pH διαμορφώνεται: pH = 6.1 + log(5/0.03x16)=7.22∙ τιμή που είναι πολύ καλύτερα ανεκτή.
βλέπε: νεφρική ρύθμιση του pH