κατά λεπτό αερισμός

Γενικά, ο κατά λεπτό αερισμός, MV (ml/Kg/min), ισούται: [(αναπνεόμενος όγκος (TV) / ιδανικό σωματικό βάρος (IBW) ] Χ αναπνευστικός ρυθμός (RR)] (&). Η αύξηση του αερισμού άρχεται αμέσως με την έναρξη της ασκήσεως, ως αποτέλεσμα δύο φυσιολογικών παραγόντων: [1] ο κινητικός φλοιός του εγκρφάλου προκαλεί διέγερση των αναπνευστικών κέντρων, αμέσως με την εκπομπή ώσεων στους σκελετικούς μύες για έναρξη κινητικότητας. Αποτέλεσμα των μεταβολών είναι η άμεση αύξηση του VT και του V̇E, σύμφωνα με την εξίσωση 181.1, ακόμη και πριν εκδηλωθούν σημαντικές μεταβολές στην V̇O2 και V̇CO2. [2] η κίνηση του σώματος προκαλεί ερεθισμό στους υποδοχείς των αρθρώσεων των κάτω άκρων, οι οποίοι, με τη σειρά τους, εκπέμπουν ώσεις στο κέντρο της αναπνοής.Χυμικοί παράγοντες που ελέγχουν τον αερισμό αναλαμβάνουν τη λεπτή ρύθμιση του αερισμού, αφότου έχει ενεργοποιηθεί η αρχική διέγερση. Το επίπεδο του αερισμού αυξάνεται ανάλογα με την αύξηση του παραγόμνου έργου, αλλά η σχέση αυτή μεταβάλλεται όταν προσεγγισθεί η ΑΤ. Από το σημείο αυτό, οι αυξήσεις του αερισμού είναι μεγαλύτερες των αυξήσεων της εντάσεως ασκήσεως. Οι μεταβολή, πιστεύεται ότι, επιβάλλεται για την αντιρρόπηση της πρόσθετης παραγωγής CO2 , στις συνθήκες αναερόβιου μεταβολισμού. Οι αυξήσεις του κατά λεπτό αερισμού, ως απάντηση της ρυθμίσεως του γαλακτικού οξέος, αρχίζει στο επίπεδο των 60-90% της V̇O2, MAX. Οι τιμές φυσιολογικού κατά λεπτό αερισμού (à177) των 5-6 L/min μπορεί, σε μη αθλούμενους  να αυξηθεί ακόμη και πέραν του επιπέδου των 100 L/min, κατά τη διάρκεια ασκήσεως, μέγιστης εντάσεως και μέχρι 200 L/min στους αθλητές. Παρά την αύξηση του πνευμονικού αερισμού, παρατηρούνται μικρές μεταβολές στην ΡaCO2 κατά την άσκηση. Αυτό επιτυγχάνεται επειδή ο ρυθμός αυξήσεως τόσο της V̇CO2, όσο και του V̇E είναι παρόμοιος.