Πνευμογραφία αντιστάσεως, impedance pneumography

 Η πνευμογραφία αντιστάσεως χρησιμοποιεί ένα χαμηλού μήκους κύματος, υψηλής συχνότητας (50-500 kHz) εναλλασσόμενο ρεύμα μεταξύ δύο επιφανειακών ηλεκτροδίων προκειμένου να καταγράψει τις κινήσεις ή τις μεταβολές όγκου του θωρακικού κλωβού, κατά τη διάρκεια του αναπνευστικού κύκλου. Βασισμένη στον νόμο Ohm, η πτώση δυναμικού μεταξύ των ηλεκτροδίων, υπολογίζεται ως αντίσταση, η οποία αυξάνεται κατά την εισπνοή και μειώνεται κατά την εκπνοή.  Η μέθοδος λειτουργεί στη βάση ευρείας κλίμακας παραδοχών, που οδηγεί την τεχνολογία της πνευμογραφίας αντιστάσεως σε σφάλματα. Κατ΄αρχήν, η ηλεκτρική αντίσταση του θωρακικού κλωβού είναι μικρότερη εκείνης του αέρος· κι επομένως μετριέται, στην πραγματικότητα, μόνο η αντίσταση του θωρακικού κλωβού. Έτσι, ενώ με την τεχνική αυτή μπορούμε να έχουμε μια ποιοτική εκτίμηση της κινήσεως του θωρακικού τοιχώματος, δεν μπορούμε να έχουμε μια άμεση συσχέτιση με το  θωρακικό όγκο. Περαιτέρω, τα προσηλωμένα στο δέρμα ηλεκτρόδια  καταγράφουν όλες τις αντιστάσεις που προβάλλουν οι ιστοί, τους οποίους διαπερνά το ρεύμα, ακόμη και τους μύες. Η τεχνολογία αυτή είναι επομένως, περισσότερο επιρρεπής σε σφάλματα κινήσεως. Μεταξύ άλλων σφαλμάτων ενσωματωμένων με την τεχνολογία υψήσυχνων ρευμάτων για τη μέτρηση πνευμονικών όγκων συγκαταλέονται τα καρδιογενή σφάλματα.

Επιπλέον, πέραν του γεγονότος ότι η βαθμονόμηση του σήματος είναι δυσχερής, επηρεάζεται από τη στάση του σώματος, με αποτέλεσμα η μέτρηση του VΤG να καθίσταται προβληματική. Τέλος, επειδή η πνευμογραφία αντιστάσεως δεν μπορεί να συνεκτιμήσει τη θωρακοκοιλιακή συνεργασία στην επιτέλεση της αναπνοής, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διάκριση μεταξύ κεντρικής και αποφρακτικής άπνοιας, σε πολυκαταγραφικές μελέτες ύπνου.