Πίεση διαπνευμονική, Transpulmonary pressure, PL

  Η διαπνευμονική πίεση είναι η διαφορά μεταξύ της κυψελιδικής πιέσεως, PA,  και της ενδοϋπεζωκοτικής, Ppl.  

PL = PA – Ppl

Η διαπνευμονική πίεση καθορίζει το βαθμό εκπτύξεως του πνεύμονος και εκπροσωπεί την πίεση ελαστικής επαναφοράς στους πνεύμονες. Είναι η διατατική, ελαστική έλξη που ασκεί το παρέγχυμα στα τοιχώματα των αεραγωγών και είναι πάντοτε θετική, τείνει να συμπτύξει τους πνεύμονες και να διατείνει τους αεραγωγούς, δηλαδή εκπνευστική. Παράγεται από την ελαστική έλξη των συνδετικών ιστών του παρεγχύματος και την επιφανειοδραστική ουσία.

Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η PL είναι πάντα θετική, η ενδοϋπεζωκοτική πίεση είναι πάντα αρνητική, και σχετικά υψηλή, ενώ η κυψελιδική πίεση (ως ‘αθροισμα των δύο προηγουμένων, 1028.1) μετακινείται από ελαφρά θετική προς ελαφρά αρνητική, ανάλογα με τη φάση του αναπνευστικού κύκλου, στην οποία μετριέται. Για δεδομένο πνευμονικό όγκο, η PL είναι ίση και αντίθετα με την πίεση ελαστικής επαναφοράς, PEL, των πνευμόνων. Εάν λάβει τιμή πλησίον του 0 (η κυψελιδική πίεση =ενδοϋπεζωκοτική πίεση), όπως επί εξαιρέσεως των πνευμόνων από τη θωρακική κοιλότητα ή επί πνευμοθώρακος, οι πνεύμονες οδηγούνται σε ατελεκτασία, ως αποτέλεσμα της ενδογενούς τους ελαστικής τάσεως, που τους υποχρεώνει σε μικρότερη (κατά την εισπνοή) ή μεγαλύτερη (κατά την εκπνοή) τάση συρρικνώσεως (à248).

Η σχέση πίεση-προς-όγκο, που συνήθως παρίσταται ως όγκος συναρτήσει πιέσεως, που παρατηρείται κατά την εισπνοή είναι διαφορετική εκείνης που παρατηρείται κατά την εκπνοή. Η διαφορά αυτή ονομάζεται υστέρηση. Ο όγκος κατά δεδομένη τιμή PP, είναι μικρότερος κατά τη διάρκεια της εισπνοής, παρ΄ό,τι κατά τη διάρκεια της εκπνοής.