Παράκαμψη φλεβοαρτηριακή, ενδοπνευμονική

Η ποσότητα του αίματος, που διέρχεται από τα τοιχώματα μη αεριζομένων κυψελίδων, λόγω καταλήψεώς τους εξ οιδήματος, πύου, αίματος ή άλλου υλικού, διοχετεύεται στο αρτηριακό αίμα χωρίς να έχει υποστεί εξισορρόπηση των μερικών πιέσεων των αερίων, με εκείνες στον κυψελιδικό χώρο. Στο διαφεύγον αίμα, η περιεκτικότητα του O2 είναι παρόμοια εκείνης του μικτού φλεβικού αίματος, ώστε προκαλείται ανυπόστρεπτη αρτηριακή υποξαιμία, ανάλογη του ποσοστού διαφυγής (Qs/QT à477), ακόμη και εάν η PΑO2 είναι φυσιολογική (ή και αυξημένη, λόγω χορηγήσεως υψηλού μίγματος O2). Η αιμοσφαιρίνη του μη διαφεύγοντος αίματος ευρίσκεται σχεδόν πλήρως αξυγονωμένη, έτσι, ώστε η μερική επιπλέον ποσότητα O2, που διαλύεται στο πλάσμα, λόγω της χορηγήσεως υψηλών συγκεντρώσεων O2 δεν αντιρροπεί το χαμηλό κορεσμό αιμοσφαιρίνης του διεφεύγοντος ποσού αίματος. Η διάκριση μεταξύ της ενδοπνευμονικής από την ενδοκαρδιακή φλεβική διαφυγή, μπορεί να προσεγγισθεί ακτινολογικά. Μεγάλα ποσοστά φλεβικής διαφυγής, παρουσία αρνητικής ακτινογραφίας θώρακος, πρέπει να αποδίδονται σε ενδοκαρδιακά ελλείματα, τα οποία αναδεικνύονται υπερηχογραφικά ή με τεχνικές με χρωστικές.

Η τιμή Q̇sp/Q̇T παριστά μέτρηση της φυσιολογικής διαφυγής στους πνεύμονες, ως κλάσμα (% αναλογία) της καρδιακής εξωθήσεως (Q̇T). Είναι το ποσόν της καρδιακής εξωθήσεως που φτάνει στην αριστερή κοιλία, χωρίς, προηγουμένως να έχει ολοκληρωτικά οξυγονωθεί, διερχόμενο από τις λειτουργικά άθικτες μονάδες ανταλλαγής αερίων στους πνεύμονες. Στο μέγεθος Q̇SP εμπερικλείεται  το ποσόν της αληθούς διαφυγής (Q̇S) και της φαινομένης διαφυγής που καταγράφεται στους πνεύμονες. Η αληθής διαφυγή είναι το ποσόν του αίματος που διέρχεται μέσω τριχοειδών που περιβάλλουν κυψελίδες, που δεν δέχονται αερισμό και, επομένως, δεν συμμετέχουν στην ανταλλαγή αερίων. Η φαινομένη διαφυγή επισυμβαίνει σε κυψελίδες, οι οποίες δέχονται αιμάτωση, αλλά ένα μέρος, μόνο, του αερισμού που θα έπρεπε να είχαν. Έτσι, το ποσόν της αιματώσεως που δέχονται είναι περισσότερο από το προβλεπόμενο για το συγκεκριμένο αερισμό που δέχονται.  Η κλασική εξίσωση που εκφράζει τη σχέση QSP/QT  είναι:

 

εξίσωση διαφυγής:  Q̇S/Q̇T  = (CcO2-CaO2)/(CcO2-CV̄O2)    {1}           

 

H επίλυση του παρονομαστή θα μας έδινε το πόσον του O2 που θα έπρεπε να προστεθεί στο μικτό φλεβικό αίμα, για να οξυγονωθεί πλήρως, χωρίς την παρουσία οποιασδήποτε διαφυγής. Η επίλυση του αριθμητή εμφανίζει το έλλειμμα οξυγονώσεως του μικτού φλεβικού αίματος που οφείλεται στο φαινόμενο της διαφυγής. Ο λόγος Q̇SP/Q̇T εκφράζει, ως κλάσμα το ποσόν του ελλείμματος οξυγονώσεως του αρτηριακού αίματος, συγκριτικά με την ολική δυνατότητα οξυγονώσεως του πνευμονικού αίματος. Καθώς το υπό ερώτημα έλλειμμα οξυγονώσεως οφείλεται σε διαφυγή αίματος, ο υπολογισμός αυτός αποτελεί ένδειξη του κλάσματος του συνολικού ποσού αίματος που διαφεύγει. Το ποσόν της διαφυγής εκφράζεται ως % αναλογία πολλαπλασιάζοντας το αποτέλεσμα του υπολoγισμού της εξισώσεως διαφυγής Χ 100.

Η CaO2 και η CV̄O2 μπορούν να υπολογισθούν (à1022), η CcO2 είναι η περιεκτικότητα σε οξυγόνο του τριχοειδικού αίματος και υπολογίζεται ως ακολούθως:

 

CCO2 = (ολική Hb X 1.34 X ScO2) + (0.0031 X PCO2)       {2}

 

Εφόσον, μετά την ολοκλήρωση της ανταλλαγής αερίων, η PcO2  θεωρείται ότι είναι ίσοδύναμη με την PΑO2, η προηγούμενη εξίσωση μπορεί να αναδιατυπωθεί ως:

 

CCO2 = (ολική Hb X 1.34 X ScO2) + (0.0031 X PΑO2)       {3}

 

Η PAO2 υπολογίζεται με αναφορά στην εξίσωση του κυψελιδικού αέρα (à779):

 

Εξίσωση κυψελιδικού αέρα: PΑΟ2=((PΑΤΜ-47 mmHg) Χ FιΟ2)-{㎩CO2 [FiO2 +(1-FiO2)/R]}

 Όπου R, το αναπνευστικό πηλίκο.

 

Η επόμενη εξαπλουστευμένη εκδοχή της εξισώσεως του κυψελιδικού αέρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί κλινικά, για τη διάθεση παραδεκτής εκτιμήσεως της PAO2 :

 

PΑΟ2=[(PΑΤΜ-47 mmHg) Χ FiΟ2 ]-(CO2  /0.8)

 

 Υπό PAO2 >150 mmHg , η τριχοειδική αιμοσφαιρίνη μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι πλήρως κορεσμένη και, έτσι η παράμετρος CCO2 μπορεί να θεωρηθεί 1. Υπό PΑO2  <150 mmHg, ο κορεσμός της τριχοειδικής Hb μειώνεται. Για λόγους απλουστεύσεως μπορεί να θεωρηθεί SCO2 =1, και με την τιμή αυτή να χρησιμοποιηθεί σε όλους τους υπλογισμούς της CCO2, αλλά, για περισσότερη ακρίβεια, μπορούν να λαμβάνονται υπ όψη οι ακόλουθες διορθώσεις:

Για  125>PAO2 >150  πρέπει να χρησιμοποιείται η τιμή SCO2=0.99

 Για 100>PAO2 >125  πρέπει να χρησιμοποιείται η τιμή SCO2=0.98.

παράδειγμα

Εάν, πχ., το μισό της καρδιακής παροχής διοχετεύεται σε μη αεριζόμενες κυψελίδες, (Qs/QT = 0.5) με αναπνοή αέρος δωματίου (PΑO2 = 150 mmHg), το αρτηριακό αίμα θα αποτελείται από μίγμα 50% εκ διαφυγόντος αίματος (PaO2 = 60 mmHg και SaO2 = 75%) και 50% αρτηριακού αίματος (PaO2 = 100 mmHg και SaO2 = 100%). Θα έχει επομένως SaO2 = 87.5% (μέσο όρο του κορεσμού των δύο ποσοτήτων του αίματος) και PaO2 = 50 mmHg. Λόγω του σιγμοειδούς σχήματος της ΚΔΑ, ο κορεσμός του αρτηριακού αίματος θα είναι πλησιέστερος προς τον κορεσμό του μικτού φλεβικού αίματος, ιδίως όταν η PΑO2 είναι υψηλή, πχ., 600 mmHg, ως επί χορηγήσεως υψηλών μιγμάτων O2 (πχ., FiO2=1.0). Στην περίπτωση αυτή, πράγματι, το αίμα που αποχωρεί από τις φυσιολογικές κυψελίδες έχει πολύ υψηλή PaO2, αλλά ο κορεσμός του, που είναι ήδη 100%, δεν μπορεί να αυξηθεί, περισσότερο. Αντίθετα, η PaO2 και ο κορεσμός του διεφεύγοντος αίματος δεν βελτιώνεται, εφ’ όσον δεν επωφελείται από το υψηλότερο μίγμα O2, που χορηγείται. Η τελική PaO2, που διαμορφώνεται, ως μέσος όρος των PaO2 των δύο ποσοτήτων αίματος, μόλις θα αυξηθεί σε 60 mmHg.

.