Η ρυθμιστική ‘βιοχημική’ αντίδραση είναι μεν άμεση και σημαντική, αλλά ανεπαρκής προς διατήρηση του pH σε φυσιολογικά όρια. Αντίθετα η επιβραδυνόμενη, φυσιολογική, αντισταθμιστική αντίδραση είναι αποδοτικότερη, ιδίως επί χρονίων πρωτογενών διαταραχών (à965, 966, 967). Στους χαρακτήρες της φυσιολογικής αντιδράσεως περιγράφονται :
i. βραδεία δράση των φυσιολογικών συστημάτων·
ii. συμμετοχή άλλων οργάνων.
Η φυσιολογική αντίδραση επιτελείται μέσω οργάνου ή οργάνων άλλων, εκτός του υπεύθυνου για την πρωτογενή διαταραχή. Εάν η πρωτογενής ανωμαλία είναι αναπνευστική, πχ., κατακράτηση CO2 και αύξηση της PaCO2, τότε η αντισταθμιστική απάντηση είναι μεταβολική και συνιστάται στην αύξηση της συγκεντρώσεως των HCO3- (αυξημένη νεφρική επαναρρόφηση και παραγωγή HCO3-). Υπολογίζεται ότι για κάθε 10 mmHg αύξηση της PaCO2 προκαλείται 3.5 mmol/l αύξηση της συγκεντρώσεως των HCO3̄. Αντίθετα, όταν η πρωτογενής ανωμαλία είναι μεταβολική (πχ., ουραιμική ή διαβητική οξέωση) τότε ο αντισταθμιστικός μηχανισμός εκδηλώνεται με προσαρμογή του αερισμού και συνιστάται στον υπεραερισμό και την αυξημένη αποβολή CO2 (υπεραερισμός – αναπνοή kausmaul à254). Ετσι, προκειμένου περί μεταβολικής οξεώσεως, υπολογίζεται ότι για κάθε 1 mmol/l μείωση της HCO3- προκαλείται 1.2. mmHg μείωση της PaCO2.