ευκά αιμοσφαίρια του αίματος που περιέχουν πολλά λυσοσωμάτια και μπορούν να διαφοροποιηθούν προς μακροφάγα. Τα μονοκύτταρα είναι τα μεγαλύτερα κύτταρα του αίματος (10-18μm). Εμφανίζουν ευμεγέθη πυρήνα και άφθονο πρωτόπλασμα που περιέχει πολλά ένζυμα, όπως φωσφατάσες, υπεροξειδάσες, εστεράσες, αζουροφιλικά κοκκία.
Τα οργανύλιά του είναι πολύ ανεπτυγμένα, ως αποτέλεσμα (ή αίτιο) της εντατικής βιολογικής του δραστηριότητας. Προέρχεται από το μυελό των οστών (ίσως και από το ήπαρ και τους λεμφαδένες). Ένας μεγάλος αριθμός μονοκτυττάρων εξέρχεται από το αίμα προς τους ιστούς και διαφοροποιούνται σε μακροφάγα. Είναι πρόδρομοι των δενδριτικών κυττάρων, διαδραματίζοντας, έτσι κεντρικό ρόλο σε αμυντικούς μηχανισμούς, ως αντιγονοπαρουσιαστιικά κύτταρα κατά τη διάρκεια της ενεργοποίησης των Τ-λεμφοκυττάρων.
Στην εικόνα απεικονίζεται μομοκύτταρο του αίματος, εν μέσω ερυθρών αιμοσφαιρίων (www. aamdsglossary.co.uk/i/c/1_monocyte. Jpg).
Ασκούν 5-10 φορές εντονότερη φαγοκυτταρική δράση, συγκριτικά με τα ουδετερόφιλα, αλλά λιγότερο ειδική. Η φαγοκυτταρική ικανότητα επιτυγχάνεται μέσω της μετατροπής τους σε μακροφάγα, που μεσολαβείται από πλήθος μεταγραφικών παραγόντων, όπως ο NFkB. Παράλληλα, περιέχουν ένζυμα που χρησιμοποιούνται για τη διάλυση ιστικών υπολειμμάτων μετά από χρόνιες φλεγμονές, ενώ εκκρίνουν ουσίες, που μετέχουν σε διαδικασίες, όπως η επαγωγή της κυτταρικής αύξησης ή και του κυτταρικού θανάτου. Συμμετέχουν σε ορισμένες φάσεις της ανοσολογικής απόκρισης.
Τα μονοκύτταρα αποτελούν σημαντική πηγή δραστικών ριζών Ο2 (ROS), όπως, κυρίως, της υδροξυλικής ρίζας, του υπεροξειδίου του Ο2, του ανιόντος υπεροξειδίου, και της υπερχλωρικής ρίζας. Την ικανότητα αυτή έχουν και άλλα κύτταρα του αίματος, όπως τα ηωσινόφιλα, τα ουδετερόφιλα και τα μακροφάγα.
Τα μονοκύτταρα παραμένουν στην κυκλοφορία για μικρό χρονικό διάστημα, περίπου 3 ημερών. Η μέση συγκέντρωσή τους είναι 4·108 κύτταρα/L.