Μεμβράνη, ορώδης

Στην ανατομία, ορώδης μεμβράνη (ορώδης χιτών) είναι λεία μεμβράνη που αποτελείται από λεπτό στρώμα κυττάρων που εκκρίνουν ορώδες υγρό. Ορώδεις μεμβράνες περικλείουν διάφορες κοιλότητες, γνωστές ως ορώδεις κοιλότητες, στις οποίες περικλείεται λιπαντικό υγρό, προκειμένουν να μειωθεί η τριβή από την κίνηση μυών. Ο ορώδης χιτών δεν πρέπει να συνδέεται με την adnentitia –μεμβράνη από συνδετικό ιστό που συνδέει δύο κατασκευές, μάλλον, παρά λειτουργεί ως αποτρεπτική τριβών. Κάθε ορώδης μεμβράνη αποτελείται από ένα στρώμα εκκριτικού επιθηλίου, υποστηριζόμενο από ένα στρώμα συνδετικού ιστού.

Το επιθηλιακό στρώμα, γνωστό ως μεσοθήλιο, αποτελείται από ένα μονόστοιβο ανάγγειο στρώμα εμπύρηνων πλακωδών επιθηλίων που παράγει το λιπαντικό υγρό. Το υγρό έχει σύσταση παρόμοια με εκείνη της λεπτής βλέννης. Τα κύτταρα αυτά ερείδονται στο υποκείμενο στρώμα του συνδετικού ιστού. Ο συνδετικός ιστός φιλοξενεί τα αγγεία και τα νεύρα που καθορίζουν τη λειτουργία του υπερκείμενου εκκριτικού επιθηλίου. Και επίσης συμπεριφέρεται ως συνδέουσα ύλη, που επιτρέπει στην ορώδη μεμβράνη να συγκολληθεί με όργανα και άλλες κατασκευές. Για τον πνεύμονα, η περιβάλλουσα ορώδης μεμβράνη περιλαμβάνει: Το περίτονο και περισπλάγχνιο πέταλο του υπεζωκότα. Γενικά, η περικαρδιακή, η υπεζωκοτική και η περιτοναϊκή κοιλότητα είναι τρία παραδείγματα ορώδους μεμβράνης. Παρ΄όλο ότι οι ορώδεις μεμβράνες διαδραματίζουν ένα λιπαντικό ρόλο στις τρεις κοιλότητες, στην υπεζωκοτική κοιλότητα διαπιστεύεται επιπλέον ρόλος στη λειτουργία της αναπνοής.