Εξισώσεις αναφοράς

Η ερμηνεία των δοκιμασιών λειτουργικού ελέγχου αναπνοής βασίζεται σε συγκρίσεις δεδομένων που μετρήθηκαν στον εξεταζόμενο, με τιμές αναφοράς (προβλεπόμενες τιμές) που εξάγονται από μετρήσεις υγιών ατόμων αντιστοιχισμένων ως προς σωματομετρικά δεδομένα, εθνικά χαρακτηριστικά, το φύλο, τη φυλή κλπ., με τον εξεταζόμενο. Ιδανικά, οι τιμές αναφοράς υπολογίζονται με εξισώσεις προσομοιώσεως, δεδομένων που προέρχονται από μετρήσεις μεγάλου αριθμού υγιών εθελοντών του γενικού πληθυσμού, με την προϋπόθεση ότι τα κριτήρια για τη φυσιολογική τους επιλογή και η κατανομή τους ως προς ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά είναι αντιπροσωπευτικά του εξεταζομένου. Δηλαδή ο ίδιος ο εξεταζόμενος, να μπορούσε –αν ήταν υγιής- να ενταχθεί στις ομάδες μελέτης από τις οποίες εξάγονται οι εξισώσεις αναφοράς. Εάν είναι δυνατό, όλες οι προβλεπόμενες τιμές, π.χ., FEV1, FVC, FEV1/FVC πρέπει να λαμβάνονται από την ίδια πηγή δεδομένων. Πρέπει να χρησιμοποιούνται προβλεπόμενες τιμές για την  ίδια εθνική ομάδα, στην οποία ανήκει ο εξεταζόμενος. Εάν παρόμοιες εξισώσεις δεν είναι διαθέσιμες ή είναι ακατάλληλες για τη συγκεκριμένη μέτρηση, πρέπει να χρησιμοποιείται ένας παράγων προσαρμογής, από δημοσιευμένα στοιχεία, ιδιαίτερα για τη μέτρηση πνευμονικών όγκων. Σημειώνεται ότι η χρήση διορθωτικού παράγοντος δεν εξασφαλίζει αντίστοιχης ποιότητας αποτελέσματα. Ένα παράδειγμα χρησιμοποιήσεως διορθωτικού παράγοντος είναι η διαπίστωση ότι εξισώσεις προσεγγίσεως στις οποίες χρησιμοποιείται το ύψος σε όρθια θέση τείνουν να υπερεκτιμούν τιμές που μετριώνται σε άτομα μαύρης φυλής κατά ≈12% για την TLC, τον FEV1, τη FVC και κατά ≈7% για την FRC