Ενδοτοξίνη

Τοξίνη που δεν παράγεται/απελευθερώνεται από κάποιο κύτταρο, αλλά είναι συνδεδεμένη με την κυτταρική ή ενδοκυτταρική επιφάνεια. Αντιστοιχεί στο λιποπολυσακχαρίτη της εξωτερικής μεμβράνης των αρνητικών κατά Gram βακτηρίων.





Περίληψη Οι ενδοτοξίνες είναι ένα κύριο συστατικό του εξωτερικού περιβλήματος των gram αρνητικών βακτηριδίων. Συντίθενται από υδατάνθρακες, λιπαρά οξέα, φωσφορικά, και συνοδά μεταλλικά ιόντα. Οι ενδοτοξίνες είναι επίσης γνωστές ως λιποπολυσακχαρίδες, που, ανάμεσα στα διάφορα είδη και στελέχη μικροβίων, ποικίλουν ανάλογα με το είδος του των υδατανθράκων και λιπών από τις οποίες συντίθενται. Εν τούτοις, διάφορα δομικά χαρακτηριστικά είναι κοινά, στα περισσότερα μόρια λιποπολυσακχαριδών. Μεταξύ αυτών, ένας αρνητικά φορτισμένος υδρόφιλος ετεροπολυσακχαρίδης (αντιγόνο Ο) μια κεντρική εκ πολυσακχαριδών περιοχή και ένα τμήμα από λιπίδιο Α που συνήθως εμπεριέχει δύο γλυκοζαμίνες συνδεόμενες με 6 λιπαρά οξέα. Το λιπίδιο Α είναι το τοξικό τμήμα συστατικό του λιποπολυσακχαρίδη και η βιοδράση του εξαρτάται από τους δισακχαρίτες, τα φωσφορικά και τα λιπαρά οξέα που εμπεριέχει. Οι ενδοτοξίνες είναι εξαιρετικά διαδεδομένες στο περιβάλλον, όπως στη σκόνη, ως απόβλητα των ζώων, τις τροφές, και άλλες ουσίες που παράγονται ή εκτίθενται σε προϊόντα gram αρνητικών βακτηριδίων. Η επαγγελματική έκθεση σε ενδοτοξίνες (π.χ., ως βιοαεροσόλες) συνδέονται με παθήσεις των αεραγωγών, και η παρουσία ενδοτοξίνης στους ιστούς ή το αίμα πυροδοτεί έκδηλες ανοσολογικές απαντήσεις.
Στους πνεύμονες, το κυψελιδικό μακροφάγο είναι το κρίσιμο κύτταρο για την αναγνώριση και την ενεργοποίηση των αμυντικών απαντήσεων στις εισπνεόμενες ενδοτοξίνες. Η αναγνώριση μιας ενδοτοξίνης από το κυψελιδικό μακροφάγο μέσω των επιφανειακών κυτταρικών υποδοχέων του, όπως οι Toll-like receptors 4, TLR4, ;απολήγει στην ενεργοποίηση πολλών αλληλουχιών σημάτων που πυροφοτούν την παραγωγή προ- και αντι-φλεγμονωδών μεσολαβητών. Οι απαντήσεις του ξκενιστού μετά από ερέθισμα από ενδοτοξίνες εξαρτώνται από το γενετικό υπόβαθρο του ξενιστή, την ανατομική θέση εναποθέσεως της ενδοτοξίνης και των εμπλεκομένων κυτταρικών τύπων. Επίσης, η λοβώδης πνευμονία, ή η ενδοτοξαιμία από λοιμώξεις άλλων οργάνων -συστημάτων μπορεί να προκαλέσουν διάχυτη πνευμονική βλάβη, σηπτικό shock, και θάνατο.
Η αντιμετώπιση και θεραπεία, εξατομικευμένων περιπτώσεων εκθέσεως σε λιποπολυσακχαρίδες περιλαμβάνει τη χρήση αντιβιοτικών, βρογχοδιασταλτικών, εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών και ενεργού πρωτεΐνης C. Σε περιπτώσεις βακτηριακής επιλοιμώξεως παρέχονται υποστηρικτικά μέτρα, όπως συμπληρωματικό οξυγόνο, ενδοφλέβια  χορήγηση υγρών, αγγεισυσπαστικά, ισχυρές δόσεις κορτικοστεροειδών και μηχανικός αερισμός.




Δομή και φυσικοχημικές ιδιότητες
η ανακάλυψη των ενδοτοξινών και των ιδιοτήτων τους

Η βιοπαθολογική δράση των βακτηριακών ενδοτοξινών που οφείλεται στα μόρια λιποσακχαριδών  της κάψης τους, ανακαλύφθηκε προ 150 ετών, περίπου,  Επειδή οι λιποσακχαρίδες θεωρούνται ως ένα ατόφιο τμήμα του μικροοργανισμού,ονομάστηκε ενδοτοξίνη, προς διάκριση από τις τοξίνες, που απελευθερώνονται ελεύθερα και, έτσι, ονομάζονται εξωτοξίνες. Η έγχυση διηθημάτων νεκρών gram αρνητικών βακτηριδίων σε πειραματόζωα συνεπάγεται shock και θάνατο του ζώου, προς εφαρμογή της 5ης υποδείξεως του Koch, ενώ η τοξίνη που προέρχεται από το βακτηριακό διήθημα προκαλεί τη νόσο. Τα gram αρνητικά βακτηρίδια διαφέρουν από τα άλλα μικρόβια και τα κύτταρα των θηλαστικών επειδή φέρουν τόσο ένα εσωτερικό , όσο και εξωτερικό περίβλημα που αποτελούνται από 2 στρώματα λιπιδίων και διαμεμβρανικές πρωτεΐνες. Το εξωτερικό περίβλημα της εξωτερικής κάψας των gram αρνητικών βακτηριδίων συντίθενται, εν γένει, από αμφιπαθή μόρια, οριζόμενα ως λιποσακχαρίδες. Λειτουργικά, οι λιποσακχαρίδες προβάλλουν ένα τείχος άμυνας στα βαρέα μέταλλα, τους παράγοντες που διασπούν τα λιπίδια, και στα μεγάλα μόρια, (π.χ., τα λυτικά ένζυμα και το DNA).
Το εκ λιπιδίων τμήμα των λιποσακχαριδών επιτρέπει σ΄αυτές να πακτώνονται σταθερά και να σχηματίζουν μια συνεχή μεμβράνη. Κάθε βακτηρίδιο φέρει ~3.5 εκατομμύρια μόρια λιποσακχαριδών. Το 75% του εξωτερικού περιβλήματος του βακτηρίδιου escherichia coli, π.χ., αποτελείται από λιπολυσακχαρίδες, και μόνο το υπόλοιπο 25% αποτελείται από διαμεμβρανικές πρωτεΐνες. Ο προσανατολισμός των λίποποσυκχαριδών σε ένα ακέραιο βακτηρίδιο, πιστεύεται ότι, καλύπτει  το τόπο των λιπιδίων, κάτω από τις συστατικές λιποπολυσακχαρίδες  του μορίου τους. Εν τούτοις, μετά το θάνατο του βαλτηριδίου και τη λύση του τοιχώματός του, οι λιποποσακχαρίδες απελευτθερώνονται και αντεπιδρούν με άλλα υδρόφοβα μόρια στα οποία περιλαμβάνονται οι λιπιδικές μεμβράνες των κυττάρων των θηλαστικών και τους υδρόφοβους τόπιυς διαφόρων πρωτεϊνών του ορού και της επιφάνειας κυττάρων. Η απελευθέρωση λιποπολυσκχαριτών, φαίνεται ότι, διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην εμφάνιση σηπτικού shock  που συνοδεύει τις λοιμώξεις από gram αρνητικά μικρόβια.
--Δομή ενδοτοξινών  
Παρ΄όλο ότι η ακριβής δομή των λιποπολυσακχαριστών διαφέρει μεταξύ ειδών και στελεχών gram αρνητικών βακτηριδίων, αναγνωρίζονται κοινά χαρακτηριστικά στα περισσότερα μόρια βακτηριακών λιποπολυσακχαριδών. Σε αυτά περιλαμβάνονται οι αρνητικά φορτισμένες ετεροπολυσακχαρίδες, γνωστές και ως αντιγόνο Ο, ένας εσωτερικός πυρήνας ολιγοσακχαριδών και μια περιοχή λιπιδίων Α που, γενικά, εμπεριέχει δύο γλυκοζαμίνες, συνδεόμενες στις δύο θέσεις 3’2’ και 3’ με λιπαρά οξέα.Το αντιγόνο Ο αποτελείται από επαναλαμβανόμενες ομάδες 3-5 σακχάρων. Που ποικίλλουν μεταξύ των στελεχών, και εσιφέρουν στις αντιγονικές διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ των ειδών. Επιπλέον, βακτηρίδια με πληθώρα πολυσακχαριδικών αντιγόνων Ο είναι, συνήθως, ανθεκτικά στη διαμεσολαβούμενη από το συμπλήρωμα λύση και στη φαγοκύτωση και διακρίνονται σε  μια πλειάδα αντιγονικών ποικιλιών. Αντίθετα με το αντιγόνο Ο, οι πολυσακχαρίδες με την κεντρική περιοχή, είναι σταθερότεροι και διακρίνονται σε δύο ποικιλίες, ως εσωτερικής και εξωτερικής σταθερής περιοχής.  Η εξωτερική, σταθερή περιοχή ποικίλει περισσότερο μεταξύ των ειδών και των στελεχών και, συνήθως, συντίθεται από 4-6 εξόζες κυρίως γλυκόζη, γαλακτόζη και Ν-ακετυλ-γκυκοζαμίνη. Η εσωτερική περιοχή αποτελείται από 3 επτόζες που συνδέονται με φωσφορικά και φωσφοαιθανολαμίνες, καθώς επίσης και με 2-3 ενιαία σάκχαρα που σχηματίζουν τη γέφυρα μεταξύ του λιπιδίου Α και της εκ πολυσακχαριδών περιοχής της λιποασακχαρίδης.  Η ενιαία αυτή σακχαρική μονάδα είναι γνωστή ως 3-δεοξυ-D-μαννοοκτουλοζονικό οξύ (KDO). Η εσωτερική περιοχή διατηρείται από γένος σε γένος. Το λιπίδιο Α είναι παρόν από κοινού σε εντερικά και στοματοφαρυγγικά βακτηρίδια που συνήθως εμπεριέχουν 6 λιπαρά οξέα, διανεμόμενα κατά τρόπο, ώστε, τα 4 λιπαρά οξέα εντοπίζονται επί της μιας γλυκοχζαμίνης και τα άλλα 2 επί της αλλης. Αντίθετα, τα λιπίδια Α που συνθέτει η Neisseria της μηνιγγίτιδας, ρης γονόρροιας, όπως και η ψευδομονάδα αεριογόνος εμφανίζουν 3 λιπαρά οξέα σε κάθε γλυκοζαμίνη τους. Μια εξαίρεση εντοπίζεται στους λιποπολυσακχαρίδες της  σαλμονέλλας , η οποία εμπεριέχει 7 λιπαρά οξέα. Τα περισσότερα από ταλιπαρά οξέα που εμπεριέχονται στα εντερικά βακτηρίδια περιέχουν 12-16 C λιπαρά, ενώ οι λιποπολυσακχαρίδες από τα παθογόνα της στοματοφαρυγγικής κοιλότητας, εν γένει, έχουν 10-14 C λιπαρά οξέα.
Τα μόρια των λιποπολυσακχαρίδων, ΛΠΣ, από τα ενδοβακτηριοειδή και την P. aeruginosa, διαθέτουν ένα μεγάλο Ο-αντιγόνο, πλήρη εσωτερικό κι  εξωτερικό πυρήνα, 2ή 3 KDO κια ένα λιπίδιο Α με 4 υδροξυμυριστικά οξέα και 2 ακυλοξυακυλικά λιπαρά οξέα, συνδεόμεναμε τα λιπαρά οξέα στις θέσεις 2' και 3' του δισακχαρίτη. Αντίθετα, οι λιποπολυσακχαρίτες των ριονοφαρυγγικών παθογόνων, όπως στελέχη της Neideria ο αιμόφιλος της γρίππης, και η Bortetella pertusis, δεν έχουν Ο-αντιγόνο τυπικό των παθογόνων του κατώτερου πεπτικού συστήματος. ενώ οι ΛΠΣ των χλαμυδίων εν γένει στερούνται πυρηνικών ΛΠΣ, εκτός της παρουσίας ενός KDO τρισακχαρίτη. Αντί ενός Ο-αντιγόνου, απαντούν άλλες ομάδες που εμφανίζουν αντίσταση όπως το Ν-αακετυλα-νευραμινικό οξύ, που ευρίσκεται σε στελέχη Neisseria. Οι εξόζες του εξωτερικού πυρήνα που χαρακτηρίζει τα εντερικά βακτήρια ελλείπουν επίσης, από τα παθογόνα της ρινοφαρυγγικής κοιλότητας, τα οποία, όμως, διαθέτουν εσωτερικό πυρήνα, παρόμοιο με εκείνον επί E. Coli και στελεχών σαλμονέλλας. Οι επτόζες στον εσωτερικό πυρήνα τόσο των εντερικών, όσο και των ρινοφαρυγγικών στελεχών συνύηθως φέρουν αρνητικά φορτισμένες ομάδες φωσφοικών, αμινοαιθυλ-φωσφορικών, που δεσμεύουν στερρά Ca++ και Mg++ 
--Σχέσεις δομής-δραστηριότητας
Το τμήμα που ευρίσκεται το λιπίδιο Α είναι το τοξικό μέρος του ΛΠΣ, και κάθε τοξικό λιπίδιο Α συντίθεται από έναν δισακχαρίτη που εμπεριέχει είτε D-γλυκοζαμίνες ή 2,3-διαμινο-2,3,δεοξυ-D-γλυκόζη. Οι υποδομές των μονοσακχαριτών του λιπιδίου Α είναι~107-Χ λιγότερο τοξικές από τον ΛΠΣ. Επιπλεόν, τα φωσφορικά στις θέσεις 1' και 4' του λιπιδίου Α είναι απαραίτητα για τη δράση τους (π.χ., τυο μονοφωσφορυλικό λιπίδιο Α είναι ~ 1000Χ λιγότερο τοξικό από τους ΛΠΣ. Επίσης, ο αριθμός και η διαμόρφωση των λιπαρών οξέων που προσηλώνονται στους δισακχαρίτες επηρεάζουν τη βιοδραστικότητα του λιπιδίου Α. Π.χ., οι υποδομές του λιπιδίου Α που περιέχουν μόνο 4 υδροξυμυριστικά οξέα συνδεόμενα με τους γλυκοζαμινικούς δισακχαρίτες είναι 7  φορές λιγότερο τοξικές από το μητρικό εξακυλ-συνθετικό λιπίδιο Α. Επιπλέον, η προσθήκη ή η αφαίρεση ενός λιπαρού οξέος (π.χ., 5ακυλ- ή 7ακυλ-λιπίδιο Α) συνεπάγεται λιγότερο τοξικό λιπίδιο Α. τΥπάρχουν μερικές ενδείξεις, κατά τις οποίες η αλυσίδα εκ λιπαρών οξέων ασκεί κρίσιμη λειτουργία, δηλαδή, εάν τα λιπαρά οξέα είναι μεγέθους <=12 C η τοξική δράση των ΛΠΣ μειώνεται.
--πηγές κι έκθεση Οι ενδοτοξίνες ευρίσκοντι στα gram αρνητικά βακτηρίδια και στα βακτηριακά προϊόντα ή τις επιμερήσεις τους. Επομένως, η ενδοτοξίονη είναι διαδεδομένη στο περιβάλλον, όπως στη σκόνη, στα απόβλητα των ζώων, τις τροφές, και άλλα προϊόντα, που προέρχονται από, ή εκτίθενται σε, προϊόντα gram αρνητικών μικροοργανισμών. Κατά συνέπεια, άτομα που εμπλέκονται επαγγελματικά σε αγροτικές εκθέσεις συχνά εκτίθενται σε αυξημένες συγκεντρώσεις ενδοτοξινών. Δεδομένης του επιπολασμού τους στο περιβάλλον, οι ενδοτοξίνες είναι επίσης παρούσες ενδογενώς, σε θέσεις όπως οι αεραγωγοί και το ΓΕΣ. ΟΙ ενδοτοξίνες ως βιοαερολύμματα [βλέπε: ενδοτοξίνες στα αιωρούμενα σωματίδια] αποτελούν σημνατική οδό επαγγελματικής εκθέσεως, που συνοδεύονται με την ανάπτυξη και εξέλιξη παθήσεων των αεραγωγών. Επιπλεόν, μηχανικά- ή παθογενετικά- επαγόμενες βλάβες μπορεί να ευοδώνουν τη δευτεροπαθή βακτηριακή διείσδυση και, έτσι, να προκαλέσουν την εμφάνιση ενδοτοξίνης στο αίμα ή ιστούς, από όπου άρχονται ανοσολογικές απαντήσεις.
--κλινικές συνέπειες
---επαγόμενες από ενδοτοξίνη κυτταρικές απαντήσεις. 

Το σύμφυτο αμυντικό σύστημα είναι μέρος της πρώτης αμυντικής εκδηλώσεως ενός οργανισμού έναντι βακτηριακής εισβολής. Στα αρχικά συστατικά του σύμφυτου αμυντικού συστήματος περιλαμβάνουν αντιμικροβιακές ουσίες, που παράγονται από τα επιθηλιακά κύτταρα, τα πολυμορφοπύρηνα λευκοκύτταρα, και τα μακροφάγα. Τα κύτταρα αυτά από κοινού με τα Β-λεμφοκύτταρα αποτελούν τους βασικούς στόχους των επαγομένων από τις ενδοτοξίνες κυτταρικών απαντήσεων. Στους πνεύμονες, τα επιθηλιακά κύτταρα, συνήθως, εμπλέκονται στη διαμεσολάβηση της φυσικής άμυνας στις βακτηριακές λοιμώξεις, ενώ τα κυψελιδικά μακροφάγα είναι 'κλειδί' για την έγκαιρη αναγνώριση κια την απάντηση από τον ξενιστή στις εισπνεόμενες ενδοτοξίνες. Η πρωίμη αναγνώριση των ενδοτοξινών από τα μακροφάγα απολήγει στην ενεργοποίηση πλλών ειδών σημάτων που ενεργοποιούν την παραγωγή προ- και αντι-φλεγμονωδών μεσολαβητών που εμπλέκονηται στην αρχική ανοσολογική απάντηση. Εάν οι ΛΠΣ απελευθερώνονται στους ιστούς ή το αίμα, δεσμεύονται, εν γένει, σε μια μια πρωτεΐνη μεταφοράς λιπιδίων, ΠΜΛ, που αναφέρεται ως LPS-binding protein, LBP. Οι ΠΜΛ διευκολύνουν τη δέσμευση των ενδοτοξινών σε διαλυτά ή δεσμευμένα στη μεμβράνη C14 που ευρίσκονται τόσο στα πολυμορφοπύρηνα λευκοκύτταρα, όσο και στα μονοκύτταρα, και αυτό το σύμπλεγμα ΛΠΣ/ΠΜΛ/C14 μπορεί να οδηγήσει σε ενεργοποίηση των επιφανειακών υποδοχέων τν κυττάρων, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται οι TLR4 (εικόνα). Το σύμπλεγμα ΛΠΣ/ΠΜΛ/C14 επιτρέπει στα μονοκύτταρα / μακροφάγα να αναγνωρίζουν τους ΠΛΣ σε συγκεντρώσεις μικρότερες των 10 pg ml-1. ΚΑτά τη παρέλευση των τελευταίων δεκαετιών, Οι ΠΛΣ έχουν αναγνωριστεί ότι μπορούν να ενεργοποιούν ενδοκυττάρια σήματα κια πολλά από αυτά φαίνεται ότι διαμεσολαβούνται από τους TLR4. Π.χ., με τη βοήθεια τπυ MD-2, μια μικρής εκρηκτικής βοηθητικής γλυκοπρωτεΐνης, η αναγνώριση ΛΠΣ από τους TLR4 απολήγει στην ενεργοποίηση αλληλουχίας σημάτων όπως εκείνες που συνδέονται με τις ικινάσες επαγόμενες από μιτογόνες πρωτεΐνες, ΜΑΡ, την φωσφοϊνοσιτόλη, την 3-κινάση και μεταβολίτες σφιγγολιπιδίων, που καθοδηγούν εξελίξεις που απολήγουν στη ρύθμιση των επαγομένων από τους ΛΠΣ κυτταρικών απαντήσεων. Η ενεργοποίηση που επάγεται από τους ΛΠΣ πολλών παραγόντων μεταγραφής μεταξύ των οποίων ο παράγων kb, η πρωτεΐνη ενεργοποιητής-1, ΑΡ-1 και η  πρωτεΐνη που συνδέει το στοιχείο απαντήσεως του cAMP (CREB), από κοινού με τις δράεις των ΛΠΣ επί της σταθερότητας του mRNA, κια της παραγωγής πρωτεϊνών, οδηγούν στην συνεργική επαγωγή και την απελευθέρωση πολλων μεσολαβητών της φλεγμονής. Επιπλέον, άλλοι μεσολαβητές της μεμβράνης όπως οι β-ιντεγρίνες, οι ΤLR2, διάφοροι και νουκλεοτιδικοί υποδοχείς, έχουν προταθεί ως ενεργά συστατικά συστημάτων που τροποποιούν ή ενισχύουν τα σήματα που επαγουν διάφορους LPS.
-Φυσιολογικές απαντήσεις και πνευμονοπάθειες [βλ. ενδοτοξίνες στις πνευμονοπάθειες]
-διαχείριση και θεραπεία
Η θεραπεία από την έκθεση σε ΛΠΣ εξαρτάται από τη θέση που έχει εκδηλωθεί η βλάβη, δηλαδή εάν πρόκειται για πάθηση των αεραγωγών ή του πνευμονικού παρεγχύματος. Στις αμιγείς παθήσεις των αεραγωγών, η χρήση αντιβιοτικών έχει μόνο περιορισμένη δράση. Ο συριγμός και ο βήχας οφείλονται σε βρογχόσπασμο και μπορούν να περιοριστούν με τη χρήση βρογχοδιασταλτικών, όπως η σαλβουταμόλη, η φορμοτερόλη, η ινδακατερόλη. Χορηγούνται εισπνεόμενα γλυκοκορτικοειδή για τον μετριασμό των φλεγμονωδών εξελίξεων και άλλων ανοσοαπαντήσεων, εάν δεν μπορεί να επριοσριστεί η πηγή των ΛΠΣ. ΚΑτάστασείς με υπερβολικές, παθολογικής συστάσεως εκκρίεις μπορεί να οφελούνται με εφαρμογή αναπνευστικής φυσιοθεραεπίας, όπως η παροχέτευση και η εισπνοή υπέρτονων διαλυμάτων.
Η θεραπεία των παρεγχυματικών εντοπίσεων όπως η πνευμονία και το σηπτικό shock ανακεφαλαιώνονται στον πίνακα 1. Σε λοιμώξεις, η χορήγηση αντιβιοτικών είναι η βάση της θεραπείας. Σημειώνεται ότι μερικά από τα πλέοπν δραστικά βακτηριοκτόνα φάρμακα, όπως οι β-λακτάμες, διευκολύνουν την απελευθέρωση ΛΠΣ, στο τοπικό περιβάλλον ή την κυκλοφορία. Εάν η λοίμωξη εκδηλωθεί σε μια περιοχή που δεν προστετεύεται επαρκώς από το τοπικό αμυντικό σύστημα, π.χ., εμπύημα, μπορεί να απαιτηθεί παροχέτευση ή χειρουργική διόρθωση. Στα υποστηρικτικά μετρα, που λαμβάνονται προκειμένου να αντιμετωπιστούν αυξηνένης βαρύτητας περιλαμβάνονται η χορήγηση συμπληρωματικού οξυγόνου και η μηχανική υποστήριξη της αναπνοής, η χορήγηση υγρών, τα αγγειοδραστικά φάρμακα και οι επιθετικές δόσεις γλυκοκοστικοειδών. Η ενεργοποθιημένη πρωτεΐνη C που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του σηπτικού shock που συνοδεύεται από διάχυτη ενδαγγειακή πήξη, είναι μια θεραπευτική ουσία με αντιπηκτικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες. Τέλος, παρ΄όλο ότι θεραπείες απευθυνόμενες στην εξουδετέρωση μεσολαβητών, είχαν αποδειχθεί αναποτελεσματικές στο παρελθόν, μελλοντικές εφαρμογές  γενομικών και πρωτεομικών δεδομένων μπορεί να ενσωματωθούν σε ανοσοτροποποιητικές θεραπείες.

συμπτώματα ή σημεία
συνοδά αίτια ή μεσολαβητές
βιολογικές δράσεις ή έκβαση
θερπαευτικές παρεμβάσεις
πυρετός
IL-1, IL-18
βακτηριακή στάση
αντιβιοτικά επί υπόνοιας μικροβιακής λοιμώξεως
ταχύπνοια
προσταγλανδίνες, χημοκίνες
στρατολόγηση φαγοκυττάρων θάνατος μικροβίων
έλκεγχος πηγών, όπως οι συσκευές οι παροχετεύσεις σε περιοχές με ανεπαρκή κάθαρση -πλ. εμπύημα
υπόταση
υποξία
αντιρρόπιση των αυξημένων μεταβολικών απαιτήσεων
συμπληρωματικό οξυγόνο +/- μηχανική αναπνοή 
διάχυτη ενδαγγειακή πήξη
TNF-a, NO, αγγειακή διαροή
μειωμένη αιμάτωση οργάνων, γαλακτική οξέωση
χορήγηση υγρώναγγειοδραστικών φαρμάκων, στεροειδών
 
PAF, αποκοκκίωση αιμοπεταλίων θρομβίνη
διαρροές από την μικροκυκλοφορία κυτταρική ανοξία
ενεργοποιημένη πρωτεΐνη C