Κατά τη διάρκεια της εισπνοής, οι αεραγωγοί αποφράσσονται προ του στόματος, με την ενεργοποίηση ενός κλείστρου, χωρίς να προαναγγέλλεται στον εξεταζόμενο, ο οποίος συνεχίζει την εισπνευστική του προσπάθεια, δηλαδή την έκπτυξη του θωρακικού τοιχώματος, με τη δράση των εισπνευστικών μυών. Έτσι, ο εμπεριεχόμενος, εκείνη τη στιγμή, αέρας στη θωρακική κοιλότητα, εκτονώνεται, ο όγκος και η πίεση, υπό την οποία εκφέρεται, μεταβάλλονται.
Η μεταβολή της πιέσεως του αέρος ελέγχεται εύκολα, μ΄ ένα αισθητήρα πιέσεως, που τοποθετείται προ του στόματος, εφ΄όσον η πίεση αέρος στο στόμα είναι ίση με την πίεση του αέρος που ευρίσκεται στις κυψελίδες, δεδομένου ότι εκείνη τη στιγμή δεν υφίσταται ροή (ενεργοποίηση του κλείστρου), στη διαδρομή της οποίας η πίεση θα μειωνόταν. Η μεταβολή του θωρακικού όγκου ελέγχεται με καταγραφή των πιέσεων στο θάλαμο του πληθυσμογράφου. Ένας δεύτερος αισθητήρας πιέσεως, που καταγράφει τις μεταβολές πιέσεως στο θάλαμο του πληθυσμογράφου βαθμονομείται κατάλληλα, ώστε να ελέγχει μεταβολές όγκου αέρος μέσα στον πληθυσμογράφο.
Ο πρώτος αισθητήρας πιέσεως καταγράφει τη μεταβολή πιέσεως προ του στόματος, η οποία ισούται με την κυψελιδική πίεση, εφ΄όσον δεν επιτρέπεται ροή, όπως ελέγχθη, ενώ ο δεύτερος αισθητήρας καταγράφει τη μεταβολή της πιέσεως στο θάλαμο του πληθυσμογράφου, που έχει βαθμονομηθεί, ώστε να εκφράζεται ως μεταβολή όγκου. Οι μετρήσεις μετατρέπονται σε ψηφιακά σήματα και απεικονίζονται στους άξονες καρτεσιανής διατάξεως ως διαγράμματα πιέσεως–όγκου Η μεταβολή των παραμέτρων εμφανίζεται ως κλίση της σχέσεως ΔΡ/ΔV, όπου η ΔΡ, παριστάνει τις μεταβολές στην κυψελιδική πίεση, ενώ η ΔV, τις μεταβολές στον κυψελιδικό όγκο. Οι μεταβολές στον κυψελιδικό όγκο αναγνωρίζονται ως αντίστροφες μεταβολές του όγκου του αέρος στον πληθυσμογράφο (à1044).
Ο VTG μπορεί, στη συνέχεια, να αποτιμηθεί από την κλίση του ίχνους καταγραφής των μεταβολών, με εφαρμογή του νόμου του Boyle. Οι μετρήσεις εκτελούνται με τον ασθενή καθισμένο μέσα στον αεροστεγή θάλαμο του πληθυσμογράφου, με τις παλάμες του να σταθεροποιεί τις παρειές του, ώστε να μην ταλαντώνονται κατά τις αναπνευστικές κινήσεις (η ταλάντωση προκαλεί μεταβολές πιέσεων που καταγράφονται ως μεταβολές όγκου), ενώ του παραγγέλλεται να εκτελεί γρήγορες μικρές αναπνοές (λαχάνιασμα). Ο τύπος αυτός της αναπνοής, επιτρέπει την καταγραφή μικρών μεταβολών πιέσεων στο επίπεδο περί την FRC. Με τον τρόπο αυτό μπορούν να επιτευχθούν αλλεπάλληλες μετρήσεις, η μέση τιμή των οποίων αποδίδει την κλίση της σχέσεως ΔΡ/ΔV.