ΔV̇MAX 50, VisoV̇

Ο   ΔV̇max 50 εκφράζεται ως ποσοστό της V̇max 50 που μετριέται από τη V-V̇ καμπύλη του εξεταζομένου, αναπνέοντος μίγμα χαμηλής πυκνότητας ή ατμοσφαιρικού αέρα και υπολογίζεται ως ακολούθως:

 

ΔV̇max 50=V̇max 50 {(He+Ο2) – V̇max 50 (αέρας)} Χ 100/ V̇max 50 (αέρας)

Φυσιολογικές τιμές ΔV̇max 50  υγιών ενηλίκων/μεσηλίκων έχουν ανακοινωθεί· κυμαίνονται μεταξύ 47%±14% της FVC. Η τιμή της ΔV̇max 50  μειώνεται με την εγκατάσταση ή την επιδείνωση νόσου των μικρών αεραγωγών. Αυτό συμβαίνει επειδή το ανεξάρτητο της πυκνότητας του εισπνέομενου μίγματος μέρος της καμπύλης V-V̇, εντοπίζεται ενωρίτερα κατά την εξέλιξη της FVC, με αποτέλεσμα οι δύο καμπύλες V-V̇ αρχίζουν να συμπίπτουν ενωρίτερα κατά την εξέλιξη της δοκιμασίας FVC.

Επί αποφράξεως των μικρών αεραγωγών, το ΕΡΡ μετακινείται προς τις κυψελίδες και εγκαθίσταται στους μικρούς α­εραγωγούς, όπου οι αριθμοί Reynold είναι μικροί (<2000), οι αντιστάσεις, Rus, ανεξάρτητες της πυκνότητας. Τα ίχνη καταγραφής της εκπνευστικής καμπύλης με Ηe+Ο2 ή αέρα δωματίου (Ο2, 21% + Ν2, 79%) μπορεί να συμπέσουν εκεί όπου η μεγίστη ροή είναι ανεξάρτητη από την πυκνότητα.

Επί αποφράξεως των βρογχιολίων, όπου το ΕΡΡ μετακινείται προς τις κυψελίδες και εγκαθίσταται στους μικρούς αεραγωγούς, όπου, [α] οι αριθμοί Reynolds είναι μικροί, [β], οι αντιστάσεις, Rus, ανεξάρτητες της πυκνότητας και, [γ] η ροή είναι γραμμική, τα δύο ίχνη μπορεί να συμπέσουν, εφ΄όσον το πλεονέκτημα που ορίζει η μεταβολή της πυκνότητας δεν αξιοποιείται στις χαμηλές ροές, που είναι ανεξάρτητες της πυκνότητας. Ο πνευμονικός όγκος, στον οποίο η μέγιστη ροή γίνεται ανεξάρτητη της πυκνότητας του εκπνεόμενου αερίου (δηλαδή η ροή γίνεται γραμμική) ονομάζεται όγκος ισορροής, VisoV̇ (à950, 1193, 1194). Ο όγκος στον οποίο η ροή με εκπνοή αέρος γίνεται ίση με τη ροή με εκπνοή μίγματος χαμηλής πυκνότητας, δηλαδή ο VisoV̇, πιστεύεται ότι είναι ευαίσθητος τόσο για μεταβολές διαμέτρου μικρών αγωγών, όσο και για μεταβολές της πιέσεως ελαστικής επαναφοράς. Επομένως, διαταραχή της VisoV̇ υποδηλώνει βλάβες μικρών αεραγωγών + παρεγχύματος, ενώ βλάβες μόνο της Δvmax50 δηλώνει βλάβες των μικρών μόνο αεραγωγών

Οι φυσιολογικές τιμές της  VisoV̇ ως ποσοστό της FVC, κυμαίνεται στα όρια 10-20%, για ενήλικες 20-50 ετών. Αύξηση του ποσοστού είναι δηλωτική απο­φρά­ξεως στους μικρούς αεραγωγούς. Κατά τη διάρκεια της δυναμικής εκπνοής, επί υγι­ών ατόμων, το σημείο μειώσεως της ροής εντοπίζεται στους μεγάλους αε­ρα­γω­γούς, μέχρι να  ελαττωθεί σημαντικά ο υπολειπόμενος να εκπνευσθεί αέρας από τους πνεύμονες, κατά τη διάρκεια της εκπνοής. Εάν χρησιμοποιηθεί μίγμα χα­μηλής πυκνότητας, από την οποία εξαρτώνται οι αντιστάσεις ροής στους με­γά­λους αεραγωγούς, η ροή στους κεντρικούς αεραγωγούς βελτιώνεται, αλλά στους μικρούς αγωγούς, όπου η ροή είναι ανεξάρτητη της πυκνότητας του ανα­πνε­ομένου μίγματος αερίου παραμένει αμετάβλητη. Στο σημείο αυτό, οι καμ­πύλες με αναπνοή ατμοσφαιρικού αέρα και μίγματος τέμνονται επομένως, στα νοσήματα μικρών αεραγωγών στα οποία υπάρχει αύξηση των αντιστάσεων ροής ή ελάττωση της πιέσεως ελαστικής επαναφοράς, η εντόπιση του σημείου μει­ώ­σε­ως της ροής μετατίθεται στους μικρούς αεραγωγούς και το σημείο VisoV` αυξάνεται. Η VisoV` συγκαταλέγεται μεταξύ των πλέον αξιόπιστων δοκιμασιών για τον έλεγχο της αποφράξεως των μικρών αεραγωγών. Είναι σχετικά απλή στην εκτέλεσή της και σε συνδυασμό με τη δVmax 50% FVC, η οποία πα­ρα­λαμ­βάνεται με τη  ίδια εξέταση, μπορεί να αποβεί αξιοποιήσιμη στη διάκριση της αποφράξεως μεταξύ των μεγάλων και μικρών αεραγωγών.

Η αύξηση της ΔVMAX,50%FVC μπορεί να αυξηθεί σε νοσήματα που προκαλούν αύξηση των αντιστάσεων ροής αν και η ελάττωση της πιέσεως ελαστικής επαναφοράς δε φαίνεται να επηρεάζει τη δVMAX 50% FVC. Επομένως, η ΔV̇MAX 50% FVC μπορεί να είναι ειδική για τον έλεγχο των μεταβολών στην εγκάρσια  διάμετρο των μικρών αεραγωγών.

Οι φυσιολογικές τιμές της  VisoV̇ως ποσοστό της FVC, κυμαίνεται στα όρια 10-20%, για ενήλικες 20-50 ετών. Αύξηση του ποσοστού είναι δηλωτική απο­φρά­ξεως στους μικρούς αεραγωγούς. Κατά τη διάρκεια της δυναμικής εκπνοής, επί υγι­ών ατόμων, το σημείο μειώσεως της ροής εντοπίζεται στους μεγάλους αε­ρα­γω­γούς, μέχρι να  ελαττωθεί σημαντικά ο υπολειπόμενος να εκπνευσθεί αέρας από τους πνεύμονες, κατά τη διάρκεια της εκπνοής. Εάν χρησιμοποιηθεί μίγμα χα­μηλής πυκνότητας, από την οποία εξαρτώνται οι αντιστάσεις ροής στους με­γά­λους αεραγωγούς, η ροή στους κεντρικούς αεραγωγούς βελτιώνεται, αλλά στους μικρούς αγωγούς, όπου η ροή είναι ανεξάρτητη της πυκνότητας του ανα­πνε­ομένου μίγματος αερίου παραμένει αμετάβλητη. Στο σημείο αυτό, οι καμ­πύλες με αναπνοή ατμοσφαιρικού αέρα και μίγματος τέμνονται επομένως, στα νοσήματα μικρών αεραγωγών στα οποία υπάρχει αύξηση των αντιστάσεων ροής ή ελάττωση της πιέσεως ελαστικής επαναφοράς, η εντόπιση του σημείου μει­ώ­σε­ως της ροής μετατίθεται στους μικρούς αεραγωγούς και το σημείο VisoV` αυξάνεται. Η VisoV` συγκαταλέγεται μεταξύ των πλέον αξιόπιστων δοκιμασιών για τον έλεγχο της αποφράξεως των μικρών αεραγωγών. Είναι σχετικά απλή στην εκτέλεσή της και σε συνδυασμό με τη δVmax 50% FVC, η οποία πα­ρα­λαμ­βάνεται με τη  ίδια εξέταση, μπορεί να αποβεί αξιοποιήσιμη στη διάκριση της αποφράξεως μεταξύ των μεγάλων και μικρών αεραγωγών.

Η αύξηση της ΔVMAX,50%FVC μπορεί να αυξηθεί σε νοσήματα που προκαλούν αύξηση των αντιστάσεων ροής αν και η ελάττωση της πιέσεως ελαστικής επαναφοράς δε φαίνεται να επηρεάζει τη δVmax 50% FVC. Επομένως, η ΔVmax 50% FVC μπορεί να είναι ειδική για τον έλεγχο των μεταβολών στην εγκάρσια  διάμετρο των μικρών αεραγωγών.

Η πυκνότητα ενός αερίου μεταβάλλεται ανάλογα με την πίεση, υπό την οποία διατίθεται. Αύξηση της πυκνότητας επάγει την εμφάνιση στροβιλώδους ροής, με αποτέλεσμα την ανάγκη εφαρμογής μεγαλύτερης πιέσεως, προκειμένου να διατηρηθεί σταθερή ροή. Η πυκνότητα του εισπνεόμενου αέρα μειώνεται με το υψόμετρο ή με χορήγηση κατάλληλων μιγμάτων, όπως εκείνο του Ο2 +He. Ετσι, η άνοδος σε υψόμετρο 1.5 km, πχ., συνεπάγεται αύξηση της ικανότητας αερι¬σμού των πνευμόνων, κατά 8%-15%. Μίγματα Ο2 (21%)+He (79%) έχουν χρη¬σι¬μο¬ποιηθεί, προκειμένου να ελαττωθεί το έργο αναπνοής σε ασθενείς με διάχυτα βρογχοπνευμονικά αποφρακτικά νοσήματα. Με την ελάττωση της πυκνότητας του εισπνεόμενου αερίου προκαλούνται λιγότεροι στροβιλισμοί, με κάθε μέγεθος ροής και, επομένως, απατείται η άσκηση μικρότερης πιέσεως, προκειμένου να διατηρηθεί σταθερή η ροή. Η επίδραση της πυκνότητας στη ροή έχει μεγάλη κλι¬νική σημασία, πχ., κατά την εκτέλεση δοκιμασιών που ελέγχουν την ικανότητα αερισμού στους πνεύμονες.

Τα μίγματα χαμηλής πυκνότητας, προκαλούν μείωση του έργου αναπνοής, αλλά, παράλληλα, προκαλούν αύξηση του έργου αναπνοής, λόγω αυξήσεως της γλοιότητάς τους. Από το συγκερασμό των δύο μεταβολών, πάντως, προκύπτει, τε¬λικά, μικρή βελτίωση του έργου αναπνοής κατά την ήρεμη αναπνοή, αλλά μεγαλύτερη βελτίωση, κατά τις δοκιμασίες μέγιστης ροής.