Τα μεγαλύτερα ποσοστά αυξήσεως των αντιστάσεων ροής παρατηρούνται στους αεραγωγούς, διαμέτρου μεγαλύτερης των 2 mm. Αύξηση των αντιστάσεων παρατηρείται, συνηθέστερα, επί νοσημάτων που προκαλούν ενδαυλική απόφραξη των αεραγωγών, όπως σε περιπτώσεις εισροφήσεως γαστικού περιεχομένου ή αίματος. Απόφραξη των μεγάλων αεραγωγών προκαλείται από εισροφήσεις ξένων σωμάτων, ιδίως μεταξύ των παιδιών, που προκαλούν απότομη αύξηση των αντιστάσεων ροής στους μεγάλους αεραγωγούς. Ανάλογα με το μέγεθος του εισροφούμενου σώματος, μπορεί να προκληθεί απόφραξη της τραχείας, των στελεχιαίων βρόγχων και να προκληθεί ασφυξία. Μικρότερου μεγέθους σώματα, μπορεί να προωθηθούν σε τμηματικούς ή υποτμηματικούς βρόγχους ή και βαθύτερα. Η άρση της αποφράξεως επιδιώκεται με παροξυσμικό βήχα, επιχειρείται με τον χειρισμό Heimlich ή μπορεί να απαιτηθεί βρογχοσκοπική αφαίρεση του ξένου σώματος. Κατά το χειρισμό Heimlich ασκείται απότομη εξωτερική συμπίεση που προκαλεί αιφνίδια αύξηση της πιέσεως των αεραγωγών, περιφερικά του ενσφηνωμένου ξένου σώματος, που από φυσιολογικής απόψεως ομοιάζει με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, ως επί βηχός, στους χαμηλούς πνευμονικούς όγκους. Περισσότερο αποδοτικός είναι ο χειρισμός Heimlich επί περιπτώσεων αποφράξεως της γλωττιδικής σχισμής ή της τραχείας. Ενδοπνευμονικές, νεοπλασματικές μάζες μπορεί να προκαλούν απόφραξη αεραγωγών. Στις συνηθέστερες καταστάσεις διάχυτης αποφράξεως των μεγάλων αεραγωγών συγκαταλέγονται το βρογχικό άσθμα, η κυστική ίνωση, το αναφυλακτικό shock, η παρόξυνση της χρονίας βρογχίτιδας. Στις περιπτώσεις αυτές, ο βρογχόσπασμος, το οίδημα του τοιχώματος των βρόγχων και η παραγωγή εκκρίσεων προκαλεί απόφραξη των αεραγωγών, αύξηση των αντιστάσεων ροής και ελάττωση της εκπνευστικής, ιδίως, ροής.
Απόφραξη των εξωπνευμονικών αεραγωγών μπορεί να προκληθεί από αλλεργικές αντιδράσεις, φαρυγγικά αποστήματα, ή διόγκωση του θυρεοειδούς. Κατά τη διάρκεια του ύπνου ή σε καταστάσεις απώλειας της συνειδήσεως μπορεί να προκληθεί σοβαρή απόφραξη των αεραγωγών, λόγω πτώσεως της γλώσσας ή λόγω χαλαρώσεως των φαρυγγικών μυών και αποφράξεως του φάρυγγος. Οι ρινικές και οι λαρυγγικές αντιστάσεις μπορεί να αυξηθούν, επί οιδήματος του βλεννογόνου ή/και συγκεντρώσεως παχύρρευστων εκκρίσεων. Η σκολίωση του διαφράγματος και οι βλεννογονίτιδες των ρινικών χοανών αυξάνουν τις αντιστάσεις ροής διά της ρινικής κοιλότητας∙ μυικός σπασμός ή όγκοι της γλωττίδας συνεπάγονται ανάλογα αποτελέσματα. Η ενεργοποίηση διαφόρων αντανακλαστικών, ως απάντηση ερεθισμάτων από το κατώτερο τραχειοβρογχικό δένδρο, προκαλούν μεταβολές στις αντιστάσεις ροής διά των ανωτέρων αναπνευστικών οδών.
Στους ενήλικες, οι αντιστάσεις των αγωγών διαμέτρου μικρότερης των 2 mm αποτελούν μικρή αναλογία των συνολικών αντιστάσεων που διαμορφώνονται στο τραχειοβρογχικό δένδρο. Οι μικροί αεραγωγοί, όμως, αποτελούν την ανατομική εντόπιση των βλαβών που παρατηρούνται επί χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας, του συνδρόμου που χαρακτηρίζεται από σημαντική αύξηση των αντιστάσεων. Οι παθήσεις που εκφράζονται με ελάττωση της εκπνευστικής-ιδίως- ροής, πρέπει να εξελιχθούν σε ικανό βαθμό, πριν η προκαλούμενη αύξηση των αντιστάσεων καταστεί μετρητή με τις διαθέσιμες στο εργαστήριο δοκιμασίες. Η περιορισμένη ευαισθησία των δοκιμασιών αποτιμήσεως των αντιστάσεων στους μικρούς αεραγωγούς οφείλεται σε δύο –κατά βάση- λόγους: Κατά πρώτον, η συνολική εγκάρσια επιφάνεια των μικρών αεραγωγών είναι πολύ μεγάλη, λόγω του μεγάλου αριθμού αυτών, που διατάσσονται παράλληλα. Ετσι, πρέπει να αποφραχθεί μεγάλος αριθμός από τους περιφερικούς αεραγωγούς, πριν προκληθεί μετρητή αύξηση των αντιστάσεων. Ο δεύτερος λόγος, σχετίζεται με την πολύ μικρή ροή, που γενικά, παρατηρείται στην περιφερική μοίρα του τραχειοβρογχικού δένδρου, απότοκη, επίσης, του πολύ μεγάλου αριθμού διακλαδώσεων. Εφ΄όσον η ταχύτητα ροής στην περιοχή αυτή είναι μικρή, εάν οι αεραγωγοί είναι βατοί, διαμορφώνεται γραμμικός τύπος ροής, η αντίσταση στην οποία είναι, γενικά, μικρότερη, της αντιστάσεως που θα διαμορφωνόταν, εάν η ροή .ήταν στροβιλώδης. Συμπερασματικά, η αναγνώριση αυξημένων αντιστάσεων στους μικρούς αεραγωγούς είναι, γενικά, αποτέλεσμα εκτεταμένης ανατομικής βλάβης.
Η απώλεια της πνευμονικής ελαστικότητας, αποτελεί σημαντικό λόγο αυξήσεως των αντιστάσεων στους περιφερικούς αεραγωγούς. Η αύξηση της πνευμονικής διατασιμότητας προκαλεί μείωση της διαπνευμονικής πιέσεως, έτσι, ώστε η ενδοϋπεζωκοτική πίεση προσεγγίζει, περισσότερο την κυψελιδική πίεση. Κατά τη διάρκεια της εκπνοής, η διατομή των μικρών αεραγωγών μειώνεται, προοδευτικά, προκαλώντας προοδευτική, κατά την εξέλιξη της εκπνοής αύξηση των αντιστάσεων. Προς το παρόν, δεν υπάρχει αποδοτική μέθοδος μειώσεως των αντιστάσεων στους μικρούς αεραγωγούς, ανάλογη με τις ικανοποιητικές μεθόδους που διατίθενται για την αντιμετώπιση των ανωτέρων αναπνευστικών οδών