Η βατότητα των μικρών αεραγωγών και βρογχιολίων εξαρτάται από την ακτινωτή υποστήριξη που δέχονται από το παρακείμενο παρέγχυμα, οι ελαστικές και κολλαγονικές ίνες, του οποίου πακτώνονται στο τοίχωμά τους. Η διάμετρός τους αυξάνεται με την έκπτυξη του παρεγχύματος, και μειώνεται με τη σύμπτυξή του, δηλαδή με τις μεταβολές του πνευμονικού όγκου. Οι ίνες συνδετικού ιστού τελούν σε τάση συνεχούς "συσπάσεως", άλλοτε μεγαλύτερη όταν διατείνονται κατά την εισπνοή ή συστέλλωνται κατά την εκπνοή, από την οποία (παραμόρφωση) εξαρτάται, εξάλλου, και η ακεραιότητα της εκπνοής. Οι αντιστάσεις ροής αυξάνονται ”καθ΄υπερβολή” με τη μείωση του του πνευμονικού όγκου. Έτσι, είναι αυξημένες στο επίπεδο του RV, ενώ μειώνονται σχετικά στο επίπεδο της TLC (σχήμα). Σε χαμηλούς πνευμονικούς όγκους, όπου η έλξη των συστατικών συνδετικού ιστού μειώνεται (η παραμόρφωσή τους μειώνεται) η σμίκρυνση της εγκάρσιας διαμέτρου των αεραγωγών οδηγεί σε αύξηση των αντιστάσεων ροής δι΄αυτών. Έτσι, στο επίπεδο του RV, οι αντιστάσεις παίρνουν τη μεγαλύτερη τιμή τους και στο επίπεδο της TLC, τη μικρότερη. Δηλαδή οι αντιστάσεις ροής είναι αντιστρόφως ανάλογες του πνευμονικού όγκου στον οποίο μετρήθηκαν. Εναλλακτικά, η αγωγιμότητα (=1/αντιστάσεις) είναι ευθέως ανάλογη του πνευμονικού όγκου(διακεκομμένη γραμμή, στο παραπλεύρως σχήμα). Λόγω της αντίστροφης σχέσεως όγκου – αντιστάσεων, παρατηρούμε ότι όσο μικρότερος είναι ο πνευμονικός όγκος, τόσο μικρότερη είναι η ροή αέρος (εδώ πρέπει να ληφθεί υπ΄ όψη και το φαινόμενο της δυναμικής συμπιέσεως (à 156, 514). Η μέγιστη ροή εξαρτάται από τον πνευμονικό όγκο.
Η σχέση των αντιστάσεων ροής προς τον πνευμονικό όγκο είναι συνάρτηση της πυκνότητας και γλοιότητας του εισπνεόμενου αερίου, κατά τρόπο, ώστε, όσο υψηλότερη η πυκνότητα τόσο περισσότερο αυξάνουν οι αντιστάσεις και τόσο πιθανότερη είναι η ροή δια των αεραγωγών να μετάβαλλεται σε στροβιλώδη. Και, αντίθετα, όσο υψηλότερη είναι η γλοιότητα τόσο περισσότερο μειώνονται οι αντιστάσεις και η ομαλή ροή καθίσταται πιθανότερη. Επομένως, στην πράξη, η πυκνότητα ενδιαφέρει περισσότερο της γλοιότητας. Καθώς,όσο υψηλότερη η πυκνότητα, τόσο υψηλότερες οι αντιστάσεις ροής. Η ροή δεν είναι απόλυτα ομαλή στους μεσομεγέθεις αεραγωγούς, όπου ασκείται το πλείστο των αντιστάσεων.