Στα θηλαστικά και άλλα σπονδυλωτά, διαλείπουσα δραστηριότητα αναπνοής εμφανίζεται από τα πρώτα στάδια της αναπτύξεως, αλλά ο όρος ”πρώτη αναπνοή” χρησιμοποιείται για να δείξει την πρώτη προσπάθεια αναπνοής σ΄ένα νέο, ανεξάρτητο οργανισμό. Συνήθως, όχι, όμως, χωρίς εξαιρέσεις, συμπίπτει με την εγκατάσταση συνεχούς πνευμονικού αερισμού. Δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια το πρώτο ερέθισμα που πυροδοτεί την έναρξη κανονικής αναπνοής, αλλά ενοχοποιείται η συνολική εμπειρία της καταπονήσεως κατά τη γέννηση, και τα γεγονότα και τα ερεθίσματα που περιβάλλουν τη στιγμή της γεννήσεως, ενώ η αιφνίδια αύξηση της οξυγονώσεως προκαλεί αύξηση του ρυθμού του μεταβολισμού. Το αέριο συστατικό του μεταβολισμού θα μπορούσε να ήταν ο κοινός μηχανισμός για την εγκατάσταση σταθερού αερισμού μετά τη γέννηση.
Το αναπνευστικό έργο της πρώτης αναπνοής, μετά τη γέννηση, είναι ιδιαίτερα υψηλό, λόγω της τριβής που προκαλεί η μάζα του πνευμονικού υγρού που ωθείται προς τους εντελώς περιφερικούς αεραγωγούς. Ο σχηματισμός της διεπαφής υγρού-αερίου προκαλεί τη γένεση επιφανειακής τάσεως που είναι ο βασικός καθοριστής της πιέσεως ελαστικής επαναφοράς στους πνεύμονες. Η πνευμονική έκπτυξη με αέρα και η αύξηση της οξυγονώσεως είναι οι βασικοί παράγοντες, υπεύθυνοι για τις μεταβολές της πνευμονικής κυκλοφορίας, κατά τη γέννηση. Ο πρώιμος τύπος αναπνοής είναι άρρυθμος, και οι εκπνευστικές ροές συχνά διακόπτονται από σύγκλειση των φωνητικών χορδών. Ο μηχανισμός αυτός προκαλεί αύξηση της ενδοβρογχικής πιέσεως και εισφέρει στην κάθαρση του πνευμονικού υγρού.