Ο αερισμός αξιολογείται με τη συνεπικουρία των τιμών από την Ανάλυση Αερίων Αρτηριακού Αίματος (ΑΑΑΑ). Στο λήμμα (à142) καταχωρούνται όροι (και ερμηνείες) που σχετίζονται με μεταβολές του αερισμού που εντοπίζονται (και αξιολογούνται) κλινικά. Μεταβολές του επιπέδου του αερισμού μπορεί να συνεπάγεται μεταβολές στις παραμέτρους από την ΑΑΑΑ. Ο υποαερισμός προκαλεί υπερκαπνία και οξέωση. Το αντίθετο είναι, επίσης, αληθές: ότι δηλαδή και ο αερισμός μπορεί να επηρεάζεται από τιμές παραμέτρων από την ΑΑΑΑ. Μπορεί να απαιτούνται πολύ υψηλές τιμές αερισμού, προκειμένου να αντιρροπισθούν μεταβολές στην ΑΑΑΑ που οφείλονται σε μεταβολικές διαταραχές. Η διαβητική κετοξέωση προκαλεί μεγάλη αύξηση του αερισμού, που απολήγει σε υποκαπνία, η οποία μπορεί να διορθώσει –αντιρροπιστικώς- την οξεοβασική διαταραχή. Πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι η αντιρροπιστική προσαρμογή δεν είναι αποκατάσταση της βλάβης. Είναι επαναφορά της οξεοβασικής ομοιστάσεως σε σχετικά αποδεκτά επίπεδα. Η διόρθωση της πρωτοπαθούς διαταραχής μπορεί να απολήξει στη δημιουργία ”μετέωρης” διαταραχής, που ήταν αντιρροπιστική της διαταραχής που έχει ήδη διορθωθεί.
Ποικιλία καταστάσεων μπορούν να επιβάλουν μεταβολές στον αερισμό. Αύξηση του αερισμού οφείλεται σε διαταραχές της ομοιοστάσεως, όπως η υποξαιμία, η υπερκαπνία, η άσκηση, η ευερεθιστότητα, και η αύξηση του νεκρού χώρου. Στις καταστάσεις που προκαλούν μείωση του αερισμού περιλαμβάνονται τα αποφρακτικά νοσήματα, τα σοβαρά περιοριστικά σύνδρομα πνεύμονος/θώρακος, οι νευρομυΪκές διαταραχές, και οι διαταραχές του ΚΝΣ. Εξωπνευμονικής αιτιολογίας παθολογίες συνεπάγονται μεταβολές του αερισμού, όπως η αναιμία, η καρδιακή ανεπάρκεια, τα νοσήματα του ερειστικού, η νεφρική ανεπάρκεια.
Ο αναπνευστικός ρυθμός και ο αναπνεόμενος όγκος εισφέρουν με διαφορετικούς τρόπους σε μεταβολές στον αερισμό. Αλλά και μεταβολές του αερισμού, σύμφωνα με την 181.1 απολήγει σε μεταβολές των εκτιμητριών του. Τόσο ο αναπνεόμενος όγκος, όσο και αναπευστικός ρυθμός αυξάνοντσι από κοινού, σε καταστάσεις, όπως η άσκηση και η διαβητική κετοξέωση (à235).
Σε βαριές περιοριστικού τύπου παθήσεις του πνευμονικού παρεγχύματος ή του θωρακικού τοιχώματος, το έργο αναπνοής είναι μικρότερο, όταν ο ασθενής υιοθετεί έναν τύπο αναπνοής, με μικρότερο αναπνεόμενο όγκο (VT). Ως αποτέλεσμα, προκειμένου να διατηρηθεί επαρκής αερισμός, πρέπει να αυξηθεί ο αναπνευστικός ρυθμός (f). Άτομα με αντιστάσεις ροής λόγω αποφράξεως εμφανίζουν μικρότερο έργο αναπνοής, όταν αναπνέουν υπό χαμηλό ρυθμό, με αποτέλεσμα, την αύξηση του αναπνεόμενου όγκου, προκειμένου να διατηρηθεί επαρκής αερισμός. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να τίθενται οι εισπνευστικοί μύες σε μηχανικό μειονέκτημα και να εκτίθενται σε μεγαλύτερο κίνδυνο κοπώσεως.
Περιγραφή μορφών αερισμού
Εύπνοια φυσιολογικός τύπος αναπνοής· VT=500 ml. F=14 /min
Ταχύπνοια αυξημένη συχνότητα αναπνοής· δεν αποτελεί δείκτη υποαερισμού.
Βραδύπνοια μειωμένη συχνότητα αναπνοής· δεν αποτελεί δείκτη υποαερισμού.
Υπέρπνοια αναπνεόμενος όγκος μεγαλύτερος του συνήθους. Μπορεί, επίσης, να δηλώνει ταχύτερο ρυθμό αναπνοής.
Υπόπνοια αναπνεόμενος όγκος, μικρότερος του συνήθους· μπορεί, επίσης, να δηλώνει βραδύτερο ρυθμό αναπνοής.
Υπεραερισμός αερισμός σε περίσσεια σχετικά με τις φυσιολογικές ανάγκες· συνεπάγεται σχετική υποκαπνία και αναπνευστική αλκάλωση
Υποαερισμός αερισμός ανεπαρκής για τις μεταβολικές ανάγκες· απολήγει σε σχετική υπερκαπνία και αναπνευστική οξέωση.