Επί ”ιδανικού πνεύμονος” όλες οι κυψελίδες θα έπρεπε να λάβουν μια ίση αναλογία κυψελιδικού αερισμού, και τα πνευμονικά τριχοειδή που περιβάλουν τις κυψελίδες θα έπρεπε να μοιράζονται ίση αναλογία από την καρδιακή εξώθηση. Στην περίπτωση αυτή, ο αερισμός και η αιμάτωση θα είχαν μια τέλεια αντιστοίχιση. Οι διάφορες, όμως, πνευμονοπάθειες επιβάλουν αξιοσημείωτη δυσαναλογία μεταξύ αερισμού και αιματώσεως, καθώς μερικές κυψελίδες λαμβάνουν περισσότερο αέρα, από τον πρέποντα, για να ικανοποιηθούν οι συνθήκες ”ιδανικού πνεύμονα” ενώ αλλες, λαμβάνουν περισσότερη αιμάτωση. Ακραίες καταστάσεις αυτών είναι η διαφυγή, όπου το αίμα διέρχεται από τριχοειδή που περιβάλλουν κυψελίδες, οι οποίες, όμως, δεν λαμβάνουν αερισμό, ή ο φυσιολογικός νεκρός χώρος, όπου επαρκώς ή υπερβολικά αεριζόμενες κυψελίδες δεν λαμβάνουν αντίστοιχη αιμάτωση. Από τις επαρκώς αεριζόμενες κυψελίδες (: υψηλή PO2) αποχωρεί τριχοειδικό αίμα με υψηλή PO2, αλλά εν τούτοις δεν μπορεί να αντιρροπήσει το χαμηλής PO2 τριχοειδικό αίμα, που αποχωρεί από τις ανεπαρκώς αεριζόμενες κυψελίδες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι υπαρχει ένα μέγιστο ποσό Ο2, που μπορεί να συνδεθεί με την Hb (όπως φαίνεται στην καμπύλη διαστάσεως της Hb, στο σχήμα).
Το αίμα των πνευμονικών φλεβών (το μικτό φλεβικό αίμα, που προέρχεται από όλες τις κυψελίδες) θα έχει PO2 χαμηλότερο της PAO2, επειδή ποσότητα του Ο2 καταναλώθηκε για τις μεταβολικές ανάγκες της περιφέρειας, κι επειδή ισχύει ότι PaO2 <PΑO2, (κατά ποσοστό ανάλογο με την PA-aO2. Πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμη και οι άθικτοι πνεύμονες εμφανίζουν ένα βαθμό δυσαναλογίας αερισμού/αιματώσεως για τους εξής λόγους: [α] οι άνω ζώνες των πνευμόνων τελούν σε κατάσταση υπερδιατάσεως, [β] οι κάτω ζώνες, αντίθετα, τελούν σε κατάσταση υπεραιματώσεως και υποαερισμού. Η δυσαναλογία αυτή είναι απότοκη της επιδράσεως της βαρύτητας και εκσημαίνεται στο σε όρθια θέση ευρισκόμενο άτομο. Η δυσαναλογία αυτή περιγράφεται κι ερμηνεύεται στο λήμμα
βλέπε: Επίδραση της υποξαιμίας στον αερισμό