Υγιά άτομα σε όρθια θέση που αναπνέουν ήρεμα από το επίπεδο της FRC, εμφανίζουν διαφορές στην περιοχική κατανομή αερισμού. Ο αερισμός κατευθύνεται κατά προτίμηση στις βάσεις των πνευμόνων, ενώ παρόμοιες μελέτες επί ατόμων σε πλαγία κατακεκλιμένη θέση εμφανίζουν μικρότερες διαφορές στον περιοχικό αερισμό. Εν τούτοις, ο αερισμός κατευθύνεται κατά προτίμηση στο εξαρτημένο πλάγιο (που, π.χ., επί αριστερής κατακλίσεως είναι το αριστερό), συγκριτικά με το ανεξάρτητο. Οι περιοχικές διαφορές, επομένως, φαίνεται ότι εξαρτώνται από τη βαρύτητα. Ο όρος ”βαρύτητα” δηλώνει περιοχές του πνεύμονα σε χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με τη βαρύτητα, οι οποίες αερίζονται καλύτερα από εκείνες που υπέρκεινται (ανεξάρτητες της βαρύτητας).
Πρώιμες μελέτες του περιοχικού αερισμού έχουν επιχειρηθεί με χρήση ραδιοσημασμένου αερίου, που μετριέται με εξωτερικούς ανιχνευτές, που κατευθύνονται σε διάφορες πνευμονικές περιοχές. Έχει χρησιμοποηθεί το Xenon επειδή είναι αδιάλυτο κι έχει ένα χρήσιμο ισότοπο, το 133Xe. Εν τούτοις, η ακρίβεια των εξωτερικών ανιχνευτών είναι περιορισμένη, ενώ κατά τη διενέργεια της δοκιμασίας, το παρατεταμένο κράτημα της αναπνοής, προκειμένου να δοθεί χρόνος για την καταγραφή των δεδομένων, εισφέρει μειονεκτήματα στη μέθοδο. Ταυτόχρονα, οι αρχικές μελέτες περιοχικού αερισμού εκτελούνταν με πολύ αργές διαδικασίες.
Από τη θεωρία προβλέπεται ότι η κατανομή του αερισμού επηρεάζεται από μεταβολές των ροών. Επί μεγαλύτερων ροών, οι περιοχικές διαφορές φαίνονται πιο περιορισμένες παρ΄ ό,τι επί πολύ χαμηλών ροών.
Οι μελέτες αυτές έχουν εκπονηθεί με τον εξεταζόμενο σε όρθια θέση. Η εξάρτηση από τη ροή, ωστόσο, έχει βρεθεί μεγαλύτερη επί εξεταζομένων σε ήπτια θέση, γεγονός που υποδηλώνει τις διαφορές στις μεταβολές της υπεζωκοτικής πιέσεως, στις διάφορες περιοχές. Οι διαφορές αυτές επηρεάζουν την κατανομή του αερισμού και την εξάρτησή του από τη ροή. Στην πραγματικότητα, οικειοθελείς μεταβολές του τύπου της αναπνοής και της δραστηριότητας του διαφράγματος μπορούν να επηρεάσουν την κατανομή του αερισμού και τις διαφορές των πνευμονικών περιοχών.
Ακριβέστερες μετρήσεις δείχνουν την παρουσία ακόμη ευρύτερων διαφορών στον περιοχικό αερισμό. Η υπολογιστική τομογραφία επιτρέπει μετρήσεις μεταξύ μικρών περιοχικών διαφορών στην ιστική έκπτυξη των πνευμόνων. Ενίσχυση των μετρήσεων αυτών, μέσω CT, χρησιμοποιώντας ραδιοσημασμένο αέριο, πχ., 133Xe έδειξαν ότι ο αερισμός ήταν μεγαλύτερος στις κεντρικές μοίρες των πνευμόνων, παρ΄ό,τι στις περιφερικές, επί πειραματοζώων υπό μηχανική αναπνοή, σε ήπτια θέση[i]. Πολλών οι ερευνητικές μαρτυρίες συνηγορούν στην παρουσία σημαντικής ετερογένειας στην έκπτυξη, που δεν μπορεί να αποδοθεί σε ανατομικές ή βαρητικές κλίσεις, σε μια κλίμακα 1.5 mm3. Σε ελαφρά μεγαλύτερη κλίμακα, δύο ανεξάρτητες μέθοδοι (à175), έδειξαν ικανοποιητική συμφωνία στα αποτελέσματά τους.
[i] Marcucci C, Nyhan D, Simon BA. Distribution of pulmonary ventilation using Xe-enhanced computed tomography in prone and supine dogs. J Appl Physiol 2001;90:421-30.
Αερισμός περιοχικός, μέτρηση, απεικονιστική. Η απεικόνιση του περιοχικού αερισμού στους πνεύμονες είναι σημαντική για την εκτίμηση της ποικιλίας παθολογικών καταστάσεων, όπως το πνευμονικό εμφύσημα, η πνευμονία και η πνευμονική εμβολή. Έχει προταθεί μια νέα μέθοδος σπινθηρογραφικής καταγραφής της διανομής του αερισμού, με χρήση ΜRI και εισπνεόμενο μοριακό Ο2, ως σκιαγραφικό μέσο, που κατ΄άμεσο τρόπο αποτυπώνει τη μεταγωγή Ο2 κατά μήκος των κυψελίδων προς την πνευμονική, αγγειακή κοίτη. Το μοριακό Ο2 είναι ασθενές παραμαγνητικό μέσο, αλλά παράγει ουσιαστικές μεταβολές του σήματος στους πνεύμονες, λόγω της ευρείας επιφάνειάς τους. Τα ελλείμματα αερισμού δείχνονται σε ασθενείς με εμφύσημα και οι ανομοιότητες V̇/Q̇ εμφανίζονται ανάγλυφα σε ασθενείς με πνευμονική εμβολή[i].
[i] Robert R. Edelman, Hiroto Hatabu, Eiji Tadamura, Wei Li & Potthumarthi V. Prasad. Noninvasive assessment of regional ventilation in the human lung using oxygen−enhanced magnetic resonance imaging. Nature Medicine 1996· 2, 1236 - 1239