Σταθερά χρόνου

Ο VA κατανέμεται -όχι ομότιμα- στις διαθέσιμες κυψελίδες κάθε πνεύμονος, ανάλογα με τις περιοχικές τους σταθερές χρόνου . Η σταθερά χρόνου, κάθε αναπνευστικής μονάδας (ή ολοκλήρου του πνεύμονος) ισούται με το γινόμενο της ενδοτικότητας ( C, που εκφράζει τη μεταβολή του όγκου που συνεπάγεται ορισμένη μεταβολή της πιέσεως και αποτιμάται σε μονάδες ml/ cm H2O) και των αντιστάσεων στη ροή ( R, που εκφράζει τη μεταβολή της πιέσεως που συνεπάγεται ή για ορισμένο χρόνο ροή κατά μήκος του αγωγού που αποτιμάται σε μονάδες cm H2O/ ml/sec). Η σταθερά χρόνου εκφράζει την ευχέρεια ή την δυσχέρεια με την οποία ανανεώνεται ο αέρας στην αντίστοιχη πνευμονική περιοχή. Όσο μεγαλύτερη είναι η σταθερά χρόνου, τόσο μικρότερος είναι ο αερισμός που δέχεται η αντίστοιχη περιοχή. Ο πνεύμονας μπορεί να θεωρηθεί ως σύνολο χιλιάδων επιμέρους μονάδων, με τις ‘δικές’ τους σταθερές χρόνου. Επί φυσιολογικών καταστάσεων, όλες οι μονάδες έχουν παρόμοιες, μικρές, σταθερές χρόνου, εκκενώνονται και επαναπληρώνονται ταυτόχρονα και ευρίσκονται στην ίδια φάση του αναπνευστικού κύκλου. Επί παθολογικών, όμως καταστάσεων,με ανομότιμη κατανομή των βλαβών, μερικές περιοχές παραμένουν λιγότερο ή περισσότερο φυσιολογικές, ενώ άλλες υφίστανται εκτεταμένη ή περιορισμένη προσβολή. Η εγκατάσταση περιοχικών βλαβών που συνεπάγονται τοπικές μεταβολές της ενδοτικότητας (οίδημα, καταστροφή του συνδετικού ιστού ) ή των αντιστάσεων των αεραγωγών ( βρογχόσπασμος, βρογχοστένωση ) επιφέρουν περιοχικές μεταβολές στη σταθερά χρόνου. Οι περιοχικές σταθερές χρόνου είναι, στις περιπτώσεις αυτές, ανομότιμα παθολογικές. Οι περιοχές με διαφορετικές σταθερές χρόνου δε συντονίζονται στις φάσεις του αναπνευστικού κύκλου∙ μπορεί να ευρίσκονται σε ‘εισπνοή’, ενώ το σύστημα ευρίσκεται σε ‘εκπνοή’ και δεν ανανεώνουν τον αέρα κατά τον προβλεπόμενο τρόπο. Ο αέρας που δέχονται είναι ‘υποξικός’, καθώς προέρχεται από γειτονικές κυψελίδες που ‘εκπνέουν’∙ ώστε προκαλείται περιοχική αντανακλαστική αγγειοσύσπαση, με αποτέλεσμα την επίταση της ανομοιότητας V/Q [5.1], που ευθύνεται ή συμβάλλει στην επίταση της αρτηριακής υποξαιμίας [ 10.1 ].