Η ουδετεροφιλική πρωτεάση αναγνωρίζεται ως η επικινδυνέστερη των πρωτεασών, λόγω της δράσεώς της έναντι πληθώρας μορίων του εξωκυττάριου δικτύου και της ικανότητάς της να προκαλεί βλάβες σε πληθώρα κυττάρων των πνευμονικών ιστών. Πιστεύεται ότι συνιστά σημαντικό παθογενετικό παράγοντα πληθώρας πνευμονοπαθειών, όπως το ARDS, η ιδιοπαθής πνευμονική ίνωση, το πνευμονικό εμφύσημα με ή χωρίς ανεπάρκεια α1-ΑΤ, η χρόνια βρογχίτιδα, και τα νοσήματα που οφείλονται σε βλάβες προκαλούμενες από τα ανοσοσυμπλέγματα. Σε πολλά από τα νοσήματα αυτά αναγνωρίζεται αυξημένη συγκέντρωση ουδετεροφίλων τόσο στο πνευμονικό παρέγχυμα, όσο, στους κυψελιδικούς αεροχώρους και στις βρογχοκυψελιδικές εκπλύσεις. Σε πειραματικές διατάξεις, διαπιστώνεται συγκόλληση ελεύθερης και ενεργού ελαστάσης στο εξωκυττάριο δίκτυο των πνευμονικών ιστών. Παράγεται και αποθηκεύεται κατά την ωρίμανση των ουδετεροφίλων, με την ολοκλήρωση της οποίας, όμως, δεν παράγονται πλέον νέα μόρια πρωτεάσης. Πολλά από τα συγκρίμματα πεπτιδίων είναι επίσης χημοτακτικά για τα ουδετερόφιλα.
Τα μακροφάγα έχουν, επίσης, την ικανότητα αποδομήσεως δικτύων ελαστίνης, in vitro. Η ουδετεροφιλική ελαστάση δεσμεύεται σε ειδικούς υποδοχείς στην επιφάνεια των μακροφάγων, αφομοιώνεται απ΄αυτά και επανεμφανίζεται στην επιφάνειά τους ή απελευθιερώνεται με εξωκύτωση. Φαίνεται ότι τα μακροφάγα δεν έχουν την ικανότητα συνθέσεως ελαστάσης, αν και υπάρχουν ενδείξεις περί παραγωγής μεταλλοελαστασών. Οι μεταλλοπρωτεάσες ενεργοποιούνται μετά την επαφή των μακροφάγων με την ελαστίνη.