Οξυγόνωση, επάρκεια

Είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εκτιμηθεί η επάρκεια οξυγονώσεως σε έναν ασθενή. Ασφαλώς εάν κάποιος φαίνεται υγιής, δεν εμφανίζει αναπνευστικά συμπτώματα, έχει ικανοποιητική διούρηση, τελεί σε εγρήγορση και εκτιμάται για ένα πρόβλημα εκτός καρδιαγγειακού συστήματος, μπορεί να μην χρειάζεται αναφορά επί της οξυγονώσεώς του. Στους αναπνευστικούς ασθενείς, όμως, η κατάσταση είναι διαφορετική. Υπάρχει ιστορικό πνευμονοπαθείας, ο ασθενής μπορεί να είναι δυσπνοϊκός ή σε σύγχυση, ή να εμφανίζει σημεία δηλωτικά υποξαιμίας. Επί κλινικής υποψίας δεν υπάρχει αξιόπιστη μέθοδος εκτιμήσεως της οξυγονώσεώς του εκτός της λήψεως αρτηριακού αίματος και την ανάλυση αερίων αρτηριακού αίματος, ΑΑΑΑ. Η διανοητική κατάσταση, ο σφυγμός, ο τύπος αναπνοής, και πλήθος άλλων σημείων είναι αναξιόπιστοι δείκτες οξυγονώσεως. Οι ιατροί που ασκούσαν κλινική εργασία πριν την εποχή της ΑΑΑΑ έπρεπε να είχαν εκπαιδευτεί στη ”διαίσθηση” επί της οξυγονώσεως του ασθενούς τους. Με εξαίρεση την έκδηλη κυάνωση, η διαίσθηση τους οδηγούσε συχνότερα στη λάθος παρά στην ορθή εκτίμηση. Όπως δείχθηκε από τον Comroe (1947), ακόμη και η εκτίμηση της κυανώσεως είναι αναξιόπιστη, καθώς μεγάλο μέρος αυτής αλλοιώνεται από το χρώμα του ασθενούς, το διαθέσιμο φώς, και την ποικιλότητα μεταξύ των παρατηρητών. Επίσης, καθως η κυάνωση δεν εμφανίζεται πριν αποκορεσθούν 5 gm Hb, στα τριχοειδή του δέρματος, οι αναιμικοί ασθενείς μπορεί να μην φαίνονται ποτέ κυανωτικοί, ακόμη και έαν είναι βαρειά υποξαιμικοί.
Τα όσα αναφέρθηκαν δεν πρέπει να αποθαρρύνουν τη λήψη ιστορικού ή τη φυσική εξέταση. Κι αυτό επειδή, ασφαλώς, ένας ασθενής με οξύ πνευμονικό οίδημα (: μεταβολές στη διαχυτική ικανότητα λόγω αντικαταστάσεως μέρους του κυψελιδικού αέρα με διϊδρωματικό υγρό) ή shock (λόγω μεγάλης αγγειοδιαστολής που συνεπάγεται ακραίες διαταραχές V̇/Q̇) αναμένεται να έχει υποξαιμία. Στους ασθενείς αυτούς χορηγούνται εμπλουτισμένα μίγματα Ο2, αμέσως με την προσέλευσή τους στο Ιατρείο. Αλλά πως διαχειριζόμαστε ασθενείς που έχουν δύσπνοια κοπώσεως, καρδιομεγαλία ή προσέρχονται συχγυτικοί; Πολλά συμπτώματα και σημεία προσανατολίζουν το ερώτημα επί της οξυγονώσεως του ασθενούς. Κατά πάγια κλινική πρακτική, τα ερωτήματα αυτά οδηγούν στη λήψη αρτηριακού αίματος για ΑΑΑΑ ή σε εξέταση του κορεσμού αιμοσφαιρίνης.
Τα κυριότερα από τα συμπτώματα/σημεία είναι:
δύσπνοια αναπαύσεως·
δύσπνοια κοπώσεως·
οποιοσδήποτε βαθμός συγχύσεως·
επίμονος ίλλιγγος ή αίσθημα κενού εγκεφάλου·
οποιοσδήποτε βαθμός ανεξήγητης ευερεθιστότητας, η ανησυχίας·
 ανεξήγητη κεφαλαλγία, ειδικά εφόσον είναι χρόνια ή διαλείπουσα·
Καρδιομεγαλία ή καρδιακή ανεπάρκεια άγνωστης αιτιολογίας·
Πολυκυτταραιμία άγνωστης αιτιολογίας.
Όλες οι συσκευές ΑΑΑΑ παρέχουν τιμές PaO2 και SaO2 , και οι περισσότερες υπολογίζουν την περιεκτικότητα οξυγόνου (à979, 1022). Η περιεκτικότητα οξυγόνου του αίματος συμπεριλαμβάνει το ποσόν της Hb που διατίθεται για τη μεταφορά του Ο2. Η περιεκτικότητα Ο2 είναι η ελάχιστη κλινική πληροφορία που χρειάζεται για την εκτίμηση της οξυγονώσεως. Αλλά ακόμη και η περιεκτικότητα Ο2 μπορεί να μην είναι επαρκής για την εκτίμηση ασθενούς με καρδιοπάθεια.

Όπως σημειώνεται και αλλού, τα κύτταρα χρειάζονται ενέργεια για να επιτελέσουν τη λειτουργία τους (μεταβολισμός) και την χρειάζονται ακριβώς με την έναρξη της λειτουργίας τους. Την εξασφαλίζουν αεροβίως από τους υψηλής ενέργειας φωσφορικούς δεσμούς. Για το σκοπό αυτό, τα κύτταρα αποθηκεύουν μικρές ποσότητες φωσφορικών, ως εφεδρεία ετοιμότητας, πλησίον των λειτουργικών τους μονάδων, όπως οι συστελλόμενες πρωτεΐνες, τα ένζυμα, και άλλα. Η κύρια πηγή ενέργειας είναι το ΑΤΡ (βλέπε εξίσωση 1) του οποίου η τρίτη ομάδα συνδέεται μ΄έναν υψηλής ενέργειας δεσμό [βλέπε: εικόνα 1]