Ελαστική αποκατάσταση

 

Κατά τη διάρκεια της εισπνοής, η σύσπαση των εισπνευστικών μυών διατείνει τις ελαστικές και κολλαγονικές ίνες του πνευμονικού παρεγχύματος και του υπεζωκότος, ενώ ταυτόχρονα, υπερβαίνουν την επιφανειακή τάση που υφίσταται στη διεπαφή του αέρος στις κυψελίδες και του υγρού που επαλείφει τα κυψελιδικά τοιχώματα. Οι παράγοντες αυτοί εγείρουν εμπόδια στην ολοκλήρωση της εισπνοής, που πρέπει να υπερνικηθούν με καταβολή έργου. Στο μεγαλύτερο εύρος των πνευμονικών όγκων, το μεγαλύτερο ποσοστό των εγειρομένων εμποδίων προέρχεται από την επιφανειακή τάση, αλλά πλησίον της TLC, εισφέρουν επίσης, οι ελαστικές και κολλαγονικές ίνες, που έχουν, στο μέγιστο, παραμορφωθεί. Το έργο που παράγεται για τη διάταση των πνευμόνων δεν μεταβάλλεται σε θερμότητα, αλλά, αντίθετα, αποθηκεύεται ως μηχανική παραμόρφωση  των ιστών που διετάθησαν, από την οποία παραμόρφωση αναμένεται να οδηγηθεί η επακόλουθη εκπνοή, όταν η έλξη των εισπνευστικών μυών αρθεί. Έτσι, η εκπνοή είναι παθητική διαδικασία (à539), που επηρεάζεται από την ελαστική αποκατάσταση των πνευμονικών ιστών. Η κατάσταση καθίσταται ασταθής, πλησίον της πλήρους εκπνοής.

Το μέγεθος της ελαστικής αποκαταστάσεως (επαναφοράς, δηλαδή άρσεως της παραμορφώσεως) μπορεί να εκτιμηθεί, επί πλήρους διακοπής της ροής στους πνεύμονες· συνθήκη, κατά την οποία δεν δαπανάται ενέργεια για την υπερνίκηση των αντιστάσεων των αεραγωγών (φαινόμενο penteluft, ταλάντωσης του αέρα).

Η σχέση πιέσεως – όγκου για έναν απομονωμένο πνεύμονα πειραματοζώου. Αριστερά, ο πνεύμονας πληρούται με αέρα και η καμπύλη εμφανίζει υστέρηση, μεταξύ εισπνοής και εκπνοής, ενώ δεξιά, πληρούται με φυσιολογικό ορό, που περιορίζει σημαντικά την υστέρηση. Ως αποτέλεσμα η ενδοτικότητα του πνεύμονος αυξάνεται (: η κλίση της καμπύλης V/P, στο μέσο της πνευμονικής χωρητικότητας). Οι κατευθύνσεις των βελών δείχνουν διάταση (εισπνοή) και σύμπτυξη (εκπνοή).

Η στατική πίεση ελαστικής επαναφοράς ποικίλλει, ανάλογα με τον πνευμονικό όγκο στον οποίο μετριέται. Η κλίση της σχέσεως μεταξύ της πιέσεως, PST, και του πνευμονικού όγκου, V, εκφράζει τη διατασιμότητα των πνευμόνων, δηλαδή τη μεταβολή του όγκου τους, ανά μοναδιαία μεταβολή της πιέσεως. Η κλίση στο επίπεδο της FRC ονομάζεται πνευμονική ενδοτικότητα, πόυ είναι η χορδή μιας καμπύλης συναρτήσεως που μπορεί να περιγραφεί από μια σιγμοειδή εξίσωση[i] και η οποία έχει διαφορετική κλίση όταν λαμβάνεται στην εξέλιξη της εισπνοής, παρ΄ό,τι στην εκπνοή. Αυτό συμβαίνειε, επειδή, όταν οι πνεύμονες αερίζονται η μεταβολή του όγκου έπεται της μεταβολής της πιέσεως, ένα φαινόμενο γνωστό ως υστέρηση.

 

[i] Venegas JG, Harris RS, Simon BA. A comprehensive equation for the pulmonary pressure–volume curve.JAppl Physiol 1998; 84: 389–395.