Η εκπνοή αρχίζει με την έναρξη χαλάσεως των εισπνευστικών μυών. Η ήρεμη εκπνοή είναι παθητική, δηλαδή δε συμμετέχουν οι εκπνευστικοί μύες. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, εξακολουθεί, με μειωμένη ένταση, η δραστηριότητα των εισπνευστικών μυών, οι οποίοι, έτσι, ελέγχουν το μέτρο της εκπνευστικής ροής.
Στον πίνακα (248), εξετάζονται οι μεταβολές των πιέσεων και οι εξ αυτών παραγόμενες ροές, σε αντιπροσωπευτικές παθολογικές συνθήκες.
Η μηχανική της εισπνοής περιγράφεται στο λήμμα (à535). Κατά την ήρεμη εκπνοή, δεν καταναλώνεται ενέργεια, αλλά η εκπνοή επιτελείται παθητικά, εκτός και εάν έχουν ενεργοποιηθεί οι εκπνευστικοί μύες (à1285). Οι εκπνευστικοί μύες ενεργοποιούνται σε αερισμό μεγαλύτερο των 20 l/min. Η υπεύθυνη για την ήρεμη εκπνοή δύναμη ελαστικής επαναφοράς έχει αποθηκευτεί κατά τη διάρκεια της προηγούμενης εισπνοής, με τη μορφή της ελαστικής παραμορφώσεως των ελαστικών και κολλαγονικών στοιχείων του πνευμονικού παρεγχύματος. Όσο μεγαλύτερος είναι ο πνευμονικός όγκος, τόσο μεγαλύτερη είναι η δύναμη ελαστικής επαναφοράς και τόσο αρνητικότερη η ενδοθωρακική πίεση. Οι παραγόμενες ροές αέρος, κατά μήκος των αεραγωγών εξαρτώνται όχι μόνο από τις αναπτυσσόμενες πιέσεις και τους πνευμονικούς όγκους, αλλά και από τις φυσικές ιδιότητες των πνευμόνων, όπως η ελαστικότητα και οι ασκούμενες στις επιφάνειες των κυψελίδων δυνάμεις επιφανειακής τάσεως.
Υπό δυναμικές συνθήκες, επεμβαίνουν πολύπλοκοι παράγοντες, όπως οι αντιστάσεις στη ροή και οι δυνάμεις συνοχής. Οι αντιστάσεις ροής, πάλι, εξαρτώνται από τη γλοιότητα του εισπνεόμενου μίγματος αέρος, τη διάμετρο του αεραγωγού και τον τύπο της ροής, δηλαδή, εάν πρόκειται περί γραμμικής ροής (όπως στους μικρούς, περιφερικούς αεραγωγούς) ή περί στροβιλώδους ροής (όπως στους μεγάλους, κεντρικούς αεραγωγούς και μπροστά στους διχασμούς των βρόγχων).