Η εισπνευστική χωρητικότητα είναι ο μέγιστος όγκος αέρος (σε l ή ml), που μπορεί να εκπνευσθεί από το επίπεδο της ήρεμης εκπνοής. Αποτελεί άθροισμα του αναπνεόμενου όγκου και του εισπνευστικού εφεδρικού όγκου. Το άνω όριο του VT, που χρησιμοποιείται ως βάση για τη μέτρηση του εισπνευστικού εφεδρικού όγκου, χαρακτηρίζεται από μεγάλη αστάθεια, καθώς μπορεί εύκολα να μεταβληθεί, με τη συνειδητοποίηση της αναπνοής.
Αντίθετα, το κάτω όριο του αναπνεόμενου όγκου, που αποτελεί την οροφή της λειτουργικής υπολειπομένης χωρητικότητας (και του εκπνευστικού εφεδρικού όγκου) είναι περισσότερο αναπαραγώγιμο μέγεθος.
Για τους λόγους αυτούς, η εισπνευστική χωρητικότητα χρησιμοποιείται συχνότερα, παρά ο εισπνευστικός εφεδρικός όγκος, ως μέτρηση των διαθέσιμων εισπνευστικών εφεδρειών.
Η IC μετριέται όταν ο εξεταζόμενος εκτελέσει μια βαθειά εισπνοή από το επίπεδο της ήρεμης εκπνοής. Η προκαλούμενη μεταβολή του όγκου καταγράφεται στο σπιρόμετρο. Η εισπνευστική χωρητικότητα μπορεί να υπολογισθεί αφαιρώντας τον εκπνευστικό εφεδρικό όγκο από τη VC.
Η εισπνευστική χωρητικότητα αντιστοιχεί περίπου με το 75% της VC. Μεταβολές της IC συνήθως αντανακλούν αντίστοιχες μεταβολές της VC.