Δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για την επίπτωση της δύσπνοιας στο γενικό πληθυσμό. Η στοχοθέτηση του προβλήματος ποικίλλει ανάμεσα σε διάφορες κλινικές διατάξεις, στις υποκείμενες παθήσεις και τις επιμέρους ομάδες με ενιαία νοσογραφικά πρότυπα. Αποφασιστικό στοιχείο αναζητήσεως ιατρικής βοήθειας είναι η έκπτωση της ποιότητας ζωής για τους ασθενείς με νοσήματα που εκδηλώνονται με δύσπνοια. Στη γενική ιατρική, η δύσπνοια εμφανίζεται ως κύριο σύμπτωμα στο 3.0-3.8% των ασθενών, ηλικίας μεγαλύτερης των 65 ετών, ενώ σε επίπεδο ΤΕΠ, με δύσπνοια προσέρχεται ποσοστό πάνω από 9%. Η νοσηρότητα που συνοδεύει τη δύσπνοια κυμαίνεται από περιορισμένη ως προκαλούσα ανικανότητα.