Κατά τη διάρκεια της εισπνευστικής φάσεως του βηχικού κύκλου, η ενδοθωρακική πίεση μειώνεται και η ενδοκοιλιακή αυξάνεται λόγω της συσπάσεως του διαφράγματος. Οι μεταβολές αυτές προκαλούν την έκθλιψη μεγάλων ποσοτήτων αίματος από τα κοιλιακά σπλάχνα προς τη δεξιά καρδιά. Η καρδιακή εξώθηση, η ροή αίματος και η αρτηριακή πίεση αυξάνουν. Αύξηση εμφανίζει ακόμη και η πίεση στις πνευμονικές αρτηρίες. Η επίταση της αιματικής ροής και η αύξηση των πιέσεων κάνουν πιθανότερο το ενδεχόμενο αποκολλήσεως θρόμβων και προκλήσεως εμβολής.
Κατά τη διάρκεια της εκπνευστικής φάσεως του βηχικού κύκλου παρατηρούνται αντίθετα φαινόμενα.
Η ενδοθωρακική πίεση αυξάνεται σημαντικά και μεταδίδεται στην καρδιά και την αορτή. Έτσι, ποσότητα αίματος εκθλίβεται προς την περιφέρεια, ώστε η αρτηριακή πίεση εμφανίζει παροδική αύξηση. Η αιφνίδια αύξηση της αρτηριακής πιέσεως επισύρει τον κίνδυνο ρήξεως παθολογικών αγγείων στο θώρακα και την κρανιακή κοιλότητα.
Η πίεση της πνευμονικής αρτηρίας αυξάνεται, επίσης, κατά τη διάρκεια της εκπνευστικής φάσεως του βηχικού κύκλου, όπως εξ άλλου και κατά την εισπνοή. Η φλεβική επιστροφή στην καρδιά είναι δύσκολη ή ακόμη και ανέφικτη, ακριβώς λόγω της αυξημένης ενδοθωρακικής πιέσεως, ώστε η πίεση των περιφερικών φλεβών αυξάνεται. Αυτό συμβάλλει στην αύξηση της πιέσεως του ΕΝΥ, η οποία ασκεί μεν προστατευτική δράση κατά της μεγάλης διατάσεως των εγκεφαλικών αγγείων, αλλά, στην πραγματικότητα, τα εγκεφαλικά αγγεία μπορεί να υποστούν ακόμη και απόφραξη. Η μείωση της φλεβικής επιστροφής συνεπάγεται μείωση του όγκου παλμού. Εάν η αυξημένη ενδοθωρακική πίεση διατηρηθεί για αρκετό χρονικό διάστημα, λόγω παρατεταμένων βηχικών κρίσεων, ιδίως επί χρόνιων αποφρακτικών ασθενών, στους οποίους αναπτύσσονται μεγάλες πιέσεις, η αρτηριακή πίεση, μετά την αρχική αύξηση υφίσταται σημαντική μείωση, λόγω μειώσεως της καρδιακής εξωθήσεως. Η ατελής πλήρωση της καρδιάς επηρεάζει τη στεφανιαία κυκλοφορία, έτσι ο βήχας μπορεί να προκαλέσει στηθαγχική κρίση σε επηρρεπή άτομα. Πειραματικά δεδομένα συνηγορούν ότι η μείωση της αρτηριακής πιέσεως επιδεινώνεται από παράλληλη αντανακλαστική αγγειοδιαστολή που, σε συνδυασμό με τη μείωση της καρδιακής εξωθήσεως, συνεπάγεται μεγάλη μείωση της αρτηριοφλεβικής διαφοράς πιέσεως, ώστε δεν αποκλείεται να παρατηρηθεί ακόμη και αναστροφή της ροής αίματος.