Η επιλογή των ονομάτων των νοσημάτων πρέπει να βασίζεται στα κοινά χαρακτηριστικά των ασθενών, στους οποίους αναγνωρίζεται το αντίστοιχο νοσογραφικό πρότυπο, είτε αυτό συντίθεται από πλειάδα προσδιοριστικών σημείων ή συμπτωμάτων, συναποτελούντων ένα σύνδρομο, άγνωστης αιτιολογίας, είτε αποτελεί σαφή παθολογική εκτροπή, χωρίς ευδιάκριτη αιτιολογία ή, τέλος, αποτελεί απώλεια υγείας, αποδιδόμενη με σαφήνεια σε ορισμένο αιτιολογικό παράγοντα. Είναι σαφές ότι την απόσταση από την κλινική περιγραφή του συνδρόμου, μέχρι την αιτιολογημένη τεκμηρίωση της παθολογικής εκτροπής, καλύπτει προοδευτικά επιστημονική εξέλιξη. Με την πρόοδο της επιστημονικής γνώσεως, τα ονόματα των νοσημάτων δεν αποκλείεται να μεταβάλλονται. Η επιλογή συνδυασμένων όρων, προκειμένου να διαμορφωθεί η οναματολογία μιας νόσου, οφείλεται στο γεγονός ότι στο υπό συζήτηση νόσημα αναγνωρίζονται χαρακτηριστικά ενός τομέως επιστημονικής έρευνας, αλλά όχι και χαρακτηριστικά που αφορούν σε άλλο τομέα. Πχ. όλες οι μορφές χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας ικανοποιούν το κριτήριο 'χρόνια μείωση της εκπνευστικής ροής', αλλά η 'μη ειδική βρογχική υπεραντιδραστικότητα' δεν αποτελεί διακριτό χαρακτηριστικό στους ασθενείς με κυστική ίνωση.
Μετά τη διαμόρφωση της ονοματολογίας, ακολουθεί η διατύπωση του νοσογραφικού προτύπου, το οποίο συντίθεται από κλινικοεργαστηριακά χαρακτηριστικά, τα οποία απαντούν στις επιμέρους περιπτώσεις ως σταθερά ή σχετικά ασταθέστερα ευρήματα. Η συχνότητα της αστάθειας συνήθως προσδιορίζεται σε κλινικές μελέτες με μεγάλο αριθμό περιπτώσεων, πχ., η συχνότητα της αιμοπτύσεως στην πνευμονική εμβολή, αλλά η αποτίμηση της συχνότητας συνήθως δεν απολήγει στην αλλαγή του ονόματος του νοσήματος.