To καρδιογενές πνευμονικό οίδημα είναι αμφοτερόπλευρο, διάχυτο εμφανίζει την εικόνα της πεταλούδας, και αεροβρογχόγραμμα
Η μετακίνηση υγρού δια των αγγειακών τοιχωμάτων προς το διάμεσο χώρο είναι ένα φυσιολογικό φαινόμενο. Προσδιορίζεται από τη διαπερατότητα του τοιχώματος των τριχοειδών και την ισορροπία μεταξύ υδροστατικών και ωσμωτικών πιέσεων. Η ισορροπία αυτή συνεπάγεται τη διαμόρφωση μιας σταθερής πίεσης εξαγγειώσεως, μεγέθους περίπου 10 mm Hg. Στη μικρή αυτή πίεση εξαγγειώσεως οφείλεται η διαρροή 150 ml περίπου νερού την ώρα προς το διάμεσο χώρο. Φυσιολογικά, αυτή η ποσότητα υγρού επαναρροφάται από τα λεμφαγγεία και επιστρέφει στη συστηματική φλεβική κυκλοφορία. Έτσι ο όγκος του διάμεσου υγρού παραμένει σταθερός. Στις συνθήκες στις οποίες οι μηχανισμοί παροχετεύσεως του υγρού διαταράσσονται, συγκεντρώνεται μεγάλη ποσότητα υγρού στο διάμεσο χώρο. Διάφορες καταστάσεις μπορεί να απολήξουν στο σχηματισμό οιδήματος:
(1) Αύξηση της διαπερατότητας των τριχοειδών.
(2) Αύξηση της υδροστατικής πιέσεως των τριχοειδών.
(3) Ελάττωση της ωσμωτικής πιέσεως στον ενδαγγειακό χώρο (πχ. υπολευκωματιναιμία).
(4) Απόφραξη των λεμφαγγείων.
Η συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια χαρακτηρίζεται από αύξηση της υδροστατικής πιέσεως στα πνευμονικά τριχοειδή. Η αύξηση της πιέσεως των τριχοειδών (>18-25 mmHg) συνεπάγεται συγκέντρωση υγρού στα βρογχαγγειακά έλυτρα και στον υπεζωκοτικό χώρο. Η συγκέντρωση, αρχικά, αφορά στα εξαρτημένα από τη βαρύτητα πνευμονικά πεδία, ενώ με την εξέλιξη της καρδιακής ανεπάρκειας αναπτύσσεται πνευμονικό οίδημα σε όλες τις πνευμονικές περιοχές που η ενδοτριχοειδική πίεση γίνεται μεγαλύτερη των 25 mmHg.
πνευμονικό οίδημα