Oι πνεύμονες είναι ελαστικά όργανα. Φιλοξενούνται στο θωρακικό κλωβό, κι ευρίσκονται, συνεχώς, σε κατάσταση μικρότερης, κατά την εκπνοή, ή μεγαλύτερης, κατά την εισπνοή, διατάσεως, έχοντας μια μόνιμη τάση συμπτύξεως, δηλαδή μειώσεως του όγκου τους, που οφείλεται στις ελαστικές ιδιότητες του πνευμονικού παρεγχύματος. Αντίθετα, ο θώρακας που είναι σχετικά ελαστικό όργανο, ευρίσκεται, συνεχώς, σε κατάσταση μικρότερης, κατά την εισπνοή, ή μεγαλύτερης, κατά την εκπνοή συσπάσεως και τελεί υπό συνεχή, αλλά κυμαινόμενη τάση εκπτύξεως (δηλαδή αύξηση του όγκου του, με ανάσπαση των πλευρών και επιπέδωση του διαφράγματος). Σε φυσιολογικές συνθήκες, το ένα όργανο συγκρατεί το άλλο, διατασσόμενα κατά σειρά, και το σύστημα ισορροπεί σε μια θέση, που ονομάζεται λειτουργική υπολειπομένη χωρητικότητα, FRC.
Από το επίπεδο της FRC, επιτρέπονται μικρές, σχετικά, αποκλίσεις ανάλογες με τις επενεργούσες δυνάμεις για την πραγματοποίηση της εισπνοής (σύσπαση των εισπνευστικών μυών) ή της εκπνοής (επαναφορά του μήκους των ελαστικών ινών ή/και σύσπαση των εκπνευστικών μυών). Πρέπει να επισημανθεί ότι, στην κατάσταση αυτή, κανένα από τα συζευγμένα όργανα (κλωβός-πνεύμονες) δεν ευρίσκεται στη δική του ουδέτερη κατάσταση, αλλά σε κατάσταση ουδετερότητας είναι το σύστημα, ως σύνολο. Εάν η ζεύξη τους καταργηθεί, όπως συμβαίνει σε περιπτώσεις πνευμοθώρακος, η εισαγωγή αέρος στην υπεζωκοτική κοιλότητα αποσυμπλέκει το σύστημα και επιτρέπεται, έτσι, σε κάθε όργανο να λάβει τη θέση της δικής του ουδετερότητας: Οι πνεύμονες συμπτύσσονται και ο κλωβός εκπτύσσεται. Η FRC αντανακλά τον όγκο, στον οποίο η εκπνευστική τάση (συμπιέσεως) του πνευμονικού παρεγχύματος είναι ακριβώς ίση και αντίθετη με την εισπνευστική τάση (διατάσεως) του θωρακικού κλωβού.
Η ουδέτερη κατάσταση του αναπνευστικού συστήματος αντιστοιχεί στον πνευμονικό όγκο που καταγράφεται στο τέλος της ήρεμης εκπνοής και αντιστοιχεί στη φάση της πλήρους χαλάσεως των αναπνευστικών μυών. Για να αυξηθεί (ή μειωθεί) ο όγκος αυτός, πρέπει να εφαρμοσθεί δύναμη και αυτό, πραγματικά, συμβαίνει στην αρχή της εισπνοής, με τη σύσπαση των εισπνευστικών μυών.
Όπως αναγνωρίζεται στο σχήμα 11, στους χαμηλούς πνευμονικούς όγκους η πίεση ελαστικής επαναφοράς του θωρακικού τοιχώματος (Pw) καθίσταται αρνητική, δηλαδή, ανθίσταται σε περαιτέρω εκπνοή, λόγω της προοδευτικής κυρτώσεως του διαφράγματος (εκπνευστική θέση).
Με την πρόοδο της εισπνοής, η πίεση ελαστικής επαναφοράς του πνευμονικού παρεγχύματος αυξάνεται, λόγω της εκπτύξεως των ελαστικών συστατικών του· η αποθηκευμένη, υπό μορφή ελαστικής παραμορφώσεως ενέργεια αποδίδεται για την πραγματοποίηση της επακόλουθης παθητικής εκπνοής. Οι σχέσεις μεταξύ των πιέσεων που δρουν στο αναπνευστικό σύστημα, σχηματοποιούνται στο σχήμ. 12 και οι μεταβολές τους στον πίν. 2.
Επί του πνεύμονος η συμπιέζουσα PL (διαπνευμονική πίεση ελαστικής επαναφοράς) εξισορροπείται από μια ίση κι αντίθετη διατείνουσα πίεση, που παράγεται από τη διαφορά των πιέσεων PALV (κυψελιδική πίεση) και PPL (υπεζωκοτική πίεση):
PL=-(Ppl-PALV)=PALV-PPL à Palv =Ppl-PL.
εξ.4
Συσχετισμός πιέσεων στο αναπνευστικό σύστημα: Τα προς τα έξω βέλη, απεικονίζουν τη συνεχή εισπνευστική τάση του θωρακικού τοιχώματος, ενώ τα προς τα έσω, τη συνεχή εκπνευστική τάση του πνευμονικού παρεγχύματος.
Eπί του θωρακικού τοιχώματος, η πίεση επαναφοράς, PW, εξισορροπείται από μια διατείνουσα το θώρακα πίεση που παράγεται από τη διαφορά της πιέσεως που προκαλούν οι συσπώμενοι μύες, Pmus και της πλευρικής ή ενδοϋπεζωκοτικής πιέσεως, PPL:
PW =-(Pmus-Ppl) = PPL-Pmus à Pmus=PPL-PW.
εξ. 5
Επομένως, η πίεση επαναφοράς του αναπνευστικού συστήματος παράγεται από τη διαφορά πιέσεως που ασκούν οι αναπνευστικοί μύες μείον την κυψελιδική πίεση.
PRS= -(Pmus-Palv)=Palv-Pmus à Pmus =Palv-PRS
εξ. 6
Στην αρχή της ήρεμης αναπνοής, η μυϊκή σύσπαση ασκεί έλξη επί του θωρακικού τοιχώματος και προκαλεί μείωση της πλευρικής πιέσεως, Ppl, που περιβάλλει τους πνεύμονες και της κυψελιδικής πιέσεως. Palv.
Η πίεση που ασκούν οι εισπνευστικοί μύες δαπανάται για την υπερνίκηση δύο τύπων δυνάμεων: ελαστικών δυνάμεων και δυνάμεων συνοχής. Οι ελαστικές δυνάμεις σχετίζονται με τη μεταβολή του όγκου (παραμόρφωση ελαστικών ιστών), ενώ οι δυνάμεις συνοχής, σχετίζονται με τη ροή (=μεταβολή όγκου ανά μονάδα χρόνου dv/dt, V`). Μικρή αναλογία της πιέσεως χρειάζεται, επίσης, για την υπερνίκηση των δυνάμεων αδρανείας του συστήματος και ισούται με την επιτάχυνση του ωθούμενου στους αεραγωγούς αέρος και των ιστών (μεταβολή ροής ανα μονάδα χρόνου, d2v/dt2, V``). Όπως έχει και προηγουμένως σημειωθεί, η δύναμη αυτή είναι μικρή και, σε κλινικό επίπεδο, μπορεί να αγνοείται. Οι ελαστικές και οι συνεκτικές δυνάμεις αντανακλούν διαφορετικές φυσικές ιδιότητες του αναπνευστικού συστήματος και καθορίζονται σε διαφορετικές θέσεις. Οι ελαστικές δυνάμεις αφορούν τις κυψελίδες και το θωρακικό τοίχωμα, ενώ οι δυνάμεις συνοχής τους αεραγωγούς. Ο βαθμός παραμορφώσεως του πνεύμονος και του θωρακικού τοιχώματος εκφράζεται με τη δύναμη ελαστικής επαναφοράς του πνεύμονος και του θωρακικού τοιχώματος που σχετίζεται με τον πνευμονικό όγκο. Η πίεση ελαστικής επαναφοράς του πνεύμονος έχει φορά προς τα μέσα, είναι εκπνευστική και, κατά συνθήκη, θεωρείται θετική. Αντίθετα, η πίεση ελαστικής επαναφοράς του θωρακικού τοιχώματος έχει φορά προς τα έξω, είναι, επομένως, εισπνευστική και, κατά συνθήκη, αρνητική. Το ισοζύγιο των δύο αυτών πιέσεων καθορίζει την αναπνευστική φάση του συστήματος. Εάν υπερτερεί η πίεση του τοιχώματος, το σύστημα ευρίσκεται σε φάση εισπνοής, εάν, αντίθετα, υπερτερεί η πίεση επαναφοράς των πνευμόνων, το σύστημα ευρίσκεται σε φάση εκπνοής. Στον πίνακα 2 απεικονίζονται οι αλληλουχίες των μεταβολών των διαφόρων πιέσεων, κατά τη διάρκεια του αναπνευστικού κύκλου, σε φυσιολογικές και παθολογικές καταστάσεις. Κατά το τέλος της εκπνοής, η πίεση ελαστικής επαναφοράς του πνεύμονος είναι, περίπου, 5 cm Η2Ο (συμπιέζουσα, δηλαδή εκπνευστική και, κατά συνθήκη, θετική), ενώ του θωρακικού τοιχώματος είναι ίση και αντίθετη (διατείνουσα, δηλαδή εισπνευστική και, κατά συνθήκη, αρνητική) και ισούται με –5 cm Η2Ο. Η κυψελιδική πίεση είναι ίση με 0 (δηλαδή ισούται με την ατμοσφαιρική και δε σημειώνεται ροή), ώστε η υπεζωκοτική (πλευρική) πίεση ισούται με –5 cm Η2Ο. Η σύσπαση, τώρα, των εισπνευστικών μυών παράγει μια επιπλέον πίεση (αρνητική, επειδή είναι εισπνευστική) που μεταφέρεται μέσω της υπεζωκοτικής κοιλότητας προς τις κυψελίδες, στις οποίες η πίεση γίνεται, έτσι, υποατμοσφαιρική (-1 cm Η2Ο) και προκαλεί μια διαφορά πιέσεως μεταξύ των κυψελίδων και του στόματος, ικανή για την παραγωγή εισπνευστικής ροής. Η πίεση που παράχθηκε από τους εισπνευστικούς μύες δαπανάται, εν μέρει μεν για να κινηθεί το θωρακικό τοίχωμα, εν μέρει για να υπερνικηθεί η εκπνευστική, ελαστική τάση του πνευμονικού παρεγχύματος και το υπόλοιπο για να οικοδομηθεί η αναγκαία για την εισπνευστική ροή, κυψελιδική πίεση. Στο τέλος της εισπνοής, η κυψελιδική πίεση έχει μηδενισθεί και η ροή διακόπτεται.
Η πίεση που εφαρμόζουν οι εισπνευστικοί μύες δαπανάται για τη συγκράτηση των ελαστικών δυνάμεων που έχουν, στο μεταξύ, αναπτυχθεί, λόγω της ελαστικής παραμορφώσεως του παρεγχύματος και για τη διατήρηση του όγκου των πνευμόνων και του θωρακικού τοιχώματος. Η εκπνοή αρχίζει με την έναρξη χαλάσεως των εισπνευστικών μυών. Η ήρεμη εκπνοή είναι παθητική, δηλαδή δε συμμετέχουν οι εκπνευστικοί μύες. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, εξακολουθεί, με μειωμένη ένταση, η δραστηριότητα των εισπνευστικών μυών, οι οποίοι, έτσι, ελέγχουν το μέτρο της εκπνευστικής ροής.
βλέπε: μηχανική της αναπνοής