Αναγνωρίζεται υπερασβεστιαιμία, σε ποσοστό >11%.
Η προσβολή του ήπατος εκδηλώνεται με αύξηση της αλκαλικής φωσφατάσης, σπανιότερα των τρανσαμινασών και ακόμη σπανιότερα της χολερυθρίνης.
Η υπεργαμασφαιριναιμία είναι κοινότατο, αλλά εντελώς μη ειδικό εύρημα επί σαρκοειδώσεως.
Είναι γνωστό ότι τα ενεργοποιημένα μακροφάγα παράγουν 1.25 διϋδροξυβιταμίνη D –που φυσιολογικά παράγεται στους νεφρούς, που αυξάνει την απορρόφηση του Ca ++ στο έντερο. 11% των ασθενών με σαρκοείδωση έχουν υπερασβεστιαιμία, η οποία είναι, συνήθως, παροδική στην υποξεία πάθηση και επίμονη, στη χρόνια. Τα επίπεδα του Ca++ πρέπει να προσδιορίζονται τακτικά, επί σαρκοειδώσεως. Στα συμπτώματα της υπερασβεστιαμίας συμπεριλαμβάνονται: πολυουρία, πολυδυψία, λήθαργος, δυσκοιλιότητα, κατάθλιψη.
Η συχνότητα της υπερασβεστιουρίας είναι Χ3 σχετικά με εκείνη της υπερασβεστιαιμίας, με την οποία συνυπάρχει πάντα. Δηλαδή μπορεί να βρεθεί υπερασβεστιουρία, χωρίς υπερασβεσταιμία. Ο μηχανισμός της υπερασβεστιουρίας όταν δεν υπαρχει υπερασβεστιαιμία δεν είναι σαφής. Η υπερασβεστιουρία είναι σχυνότερη στους άνδρες και θέτει τον ασθενή σε κίνδυνο νεφρολιθιάσεως (1-3%), αλλά η νεφρική ανεπάρκεια είναι εξαιρετικά σπάνια.
Μεταξύ των ασθενών με σαρκοείδωση, ποσοστό 50-80% εμφανίζουν αυξημένες συγκεντρώσεις ΜΕΑ. Το εύρημα δεν είναι παθογνωμονικό για τη σαρκοείδωση (ευαισθησία: 57%, ειδικότητα: 90% και, επομένως, έχει μικρή διαγνωστική αξία. Αύξηση παρατηρειται επίσης, σε σιλίκωση, λέπρα, κίρρωση, υπερθυρεοειδισμό, σακχαρώδη διαβήτη. Πολυμορφισμοί του γονιδίου παίζουν ρόλο.
είναι αυξημένος στο Bal και τον ορό ασθενών με σαρκοείδωση και μπορεί να έχει προγνωστική αξία.