Η αποτίμηση της εκτάσεως της παθήσεως και ο εντοπισμός των προσβληθέντων οργάνων προϋποθέτει λεπτομερή κι εκτεταμένη κλινική εξέταση. Οι ποικιλόμορφες δερματικές βλάβες αποτελούν περίπου παθογνωμονικό γνώρισμα της παθήσεως. Η οφθαλμολογική εξέταση πρέπει να είναι ενδελεχής, καθώς ενδοφθαλμικές βλάβες εντοπίζονται σε ποσοστό 25% των πασχόντων από ενεργό σαρκοείδωση.
Η πλέον συχνή βλάβη είναι η κοκιωματώδης αμφιβληστροειδοπάθεια. Η εξέταση των πνευμόνων αποβαίνει συχνά αρνητική παρά τις εκτεταμένες ακτινολογικές αλλοιώσεις. Μερικές φορές περιγράφονται μουσικοί ρόγχοι, που οφείλονται στην εκστροφή και τη στένωση βρόγχων, από ενδοβρογχικές αναπτύξεις κοκκιωμάτων, που προκαλούν στροβιλώδη ροή και συρίττοντες. Ψηλαφητοί λεμφαδένες εντοπίζονται στο 1/3 των ασθενών και μπορεί να είναι αυχενικοί, βουβωνικοί, μασχαλιαίοι. Γενικά, είναι διακριτοί, ευκίνητοι, ανώδυνοι, και δεν σχηματίζουν έλκη ή συρρίιγγια.
Ευρήματα δεξιάς υπερτάσεως και πνευμονικής καρδίας δεν αποκλείεται να εντοπισθούν, όπως κοιλιακός ροίζος, έντονο πνευμονικό στοιχείο του δεύτερου τόνου, αύξηση της πιέσεως της σφαγίτιδας, οίδημα σφυρών, αποτελούν εκδηλώσεις εξελιγμένης παθήσεως και εγκαταστάσεως πνευμονικής ινώσεως, χρόνιας υποξίας, αντανακλαστικού αγγειόσπασμου και υπερτροφίας της δεξιάς. Μερικές φορές αναγνωρίζονται ευρήματα περιφερικής λεμφαδενοπάθειας, διόγκωση της παρωτίδας, ηπατοσπληνομεγαλία και περιφερική ή κεντρική νευροπάθεια. Πληκτροδακτυλία δεν αναγνωρίζεται σε ασθενείς με σαρκοείδωση.