Όπως προειπώθηκε, η φυσιολογική παραγωγή εκκρίσεων κυμαίνεται μεταξύ 10-100 ml ημερησίως. Οποιαδήποτε απόχρεμψη συνιστά παθολογική κατάσταση που προϋποθέτει υπερπαραγωγή βλέννης. Το ποσόν της ημερήσιας παραγωγής βλέννης αυξάνεται σημαντικά κατά τις περιόδους λοιμώξεως των αεραγωγών, λόγω της προκαλουμένης υπερτροφίας των τραχειοβρογχικών αδένων και της αυξήσεως του αριθμού των καλυκοειδών κυττάρων. Τα βακτηρίδια, εισερχόμενα στο τραχειοβρογχικό δένδρο, παγιδεύονται στην gel στοιβάδα της τραχειοβρογχικής βλέννης και μεταφέρονται κεφαλικώς με τη ρυθμική κίνηση των κροσσών. Πολλά μικροβιακά στελέχη, όπως η ψευδομονάδα, ο στρεπτόκοκκος της πνευμονίας και ο αιμόφιλος της ινφλουέντζας, εμφανίζουν θετικό τροπισμό με τη βλέννη, αλλά αφήνουν ανέπαφη την επιθηλιακή στοιβάδα, ακόμη και σε πνεύμονες ασθενών με κυστική ίνωση. Διάφορα μικροβιακά στελέχη, όπως η ψευδομονάδα, ο αιμόφιλος και ο στρεπτόκοκκος της πνευμονίας, παράγουν ουσίες, όπως πρωτεάσες και ραμνολιπίδια, που διεγείρουν την παραγωγή βλέννης, προκαλούν δυσκινησία στους κροσσούς και βλάβες στο επιθήλιο, διασφαλίζοντας ευνοϊκές συνθήκες για τον εποικισμό τους και τον πολλαπλασιασμό τους. Δεν αποκλείεται η προσκόλληση στη βλέννη να προστατεύει, μάλιστα, μερικά στελέχη, από την διαμεσολαβούμενη με την οψωνίνη φαγοκυττάρωση. Η μικροβιακή επαγωγή της παραγωγής της βρογχικής βλέννης μπορεί να διευκολύνει τον περιορισμό των μικροοργανισμών επί άθικτου αντανακλαστικού εξωθήσεως (βήχας), αλλά μπορεί να εξελιχθεί σε μειονέκτημα, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος αποφράξεως μικρών, περιφερικών αεραγωγών, με αποτέλεσμα την διευκόλυνση της αναπτύξεως της λοιμώξεως.