Οι ρεολογικές ιδιότητες της βλέννης, δηλαδή το ιξώδες και η ελαστικότητά της, αποτελούν ειδικό ενδιαφέρον της βιορεολογίας κι έχουν κεντρική σημασία στον καθορισμό του μέτρου της ταχύτητας της βλέννης, και επομένως στο ρυθμό της τραχειοβρογχικής καθάρσεως. Ο όρος ιξοελαστικότητα χρησιμοποιείται συνήθως για την περιγραφή των ρεολογικών ιδιοτήτων των τραχειοβρογχικών εκκρίσεων. Οι βλεννώδεις εκκρίσεις των αεραγωγών φαίνεται ότι εμφανίζουν ταυτόχρονα ιδιότητες τόσο υγρών όσο και ελαστικών σωμάτων. Αλλά παρουσιάζουν διαφορές, τόσο από τα "Νευτωνιακά" υγρά όσο και από τα "ιδανικά ελαστικά σώματα". Η εφαρμογή δυνάμεως σ΄ένα νευτωνιακό υγρό συνεπάγεται τη στιγμιαία ροή του υγρού, που διακόπτεται αμέσως μόλις αποσυρθεί η εφαρμογή της δυνάμεως. Στα υγρά αυτά παρατηρείται αμετάβλητη, σταθερή αναλογία μεταξύ του μέτρου της εφαρμοσμένης δυνάμεως και του μέτρου της συνακόλουθης ταχύτητας ροής. Η σχέση αυτή ονομάζεται γλοιότητα ή ιξώδες και εκφράζεται με τη σχέση Τ/V, όπου Τ, το μέτρο της εφαρμοσμένης δυνάμεως και V, ο ρυθμός μετασχηματισμού του υγρού. Ένα ελαστικό σώμα, εξάλλου, υφίσταται παραμόρφωση με την εφαρμογή μιας εξωτερικής δυνάμεως. Η άρση της δυνάμεως συνεπάγεται την αποκατάσταση του σχήματος του ελαστικού σώματος. Η ενέργεια που απαιτείται για τη διατήρηση της παραμορφώσεως διατίθεται, μετά την άρση της δυνάμεως, προς παραγωγή έργου. Υπάρχει μια αμετάβλητη, σταθερή αναλογία μεταξύ της εφαρμοσμένης δυνάμεως και της εκτάσεως της παραμορφώσεως, που ονομάζεται ελαστικότητα. Οι βρογχικές εκκρίσεις υφίστανται παραμόρφωση με την εφαρμογή εξωτερικής δυνάμεως, όπως επί ελαστικού στερεού, αλλά δεν εμφανίζουν στιγμιαία ροή, όπως θα αναμενόταν επί νευτωνιακού υγρού. Η ενέργεια που συγκεντρώνεται κατά τη διάρκεια της παραμορφώσεως διαχέεται κατά τον επακόλουθο μετασχηματισμό τους, αντίθετα από ότι θα αναμενόταν επί ελαστικών σωμάτων. Η συνακόλουθα παρατηρούμενη ροή δεν είναι ανάλογη με την εφαρμοσμένη δύναμη, όπως θα αναμενόταν, είτε επί νευτωνιακού υγρού είτε επί ελαστικού σώματος.
Οι ινοελαστικές ιδιότητες της τραχειοβρογχικής βλέννης καθορίζονται αποκλειστικά από τα εμπεριεχόμενα συστατικά της. Συγκεκριμένα, η ελαστικότητα των εκκρίσεων οφείλεται στις μακρομοριακές ενώσεις, ενώ το ιξώδες από τις εμπεριεχόμενες μικρομοριακές ενώσεις. Εάν οι εκκρίσεις είναι πολύ λεπτόρρευστες, υφίστανται καθίζηση, λόγω βαρύτητας, προς τις κυψελίδες. Εάν, αντίθετα, είναι πολύ παχύρρευστες, τείνουν να παραμένουν και να συμπυκνώνονται στους μικρούς αεραγωγούς. Οι φυσικές ιδιότητες της τραχειοβρογχικής βλέννης είναι, επομένως, κεντρικής σημασίας για τις διαδικασίες καθάρσεως των αεραγωγών. Οι ελαστικές εκκρίσεις (βλεννώδεις), αν και θα πρέπει να κινούνται δύσκολα από τους κροσσούς, εν τούτοις αποβάλλονται ευκολότερα από τις ιξώδεις εκκρίσεις. Η μέτρηση του ιξώδους και της ελαστικότητας των εκκρίσεων είναι πολύ δυσχερής και παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις από άτομο σε άτομο. Πραγματικά, το ιξώδες των εκκρίσεων ποικίλλει από συγγραφέα σε συγγραφέα από 0,01-100.000 poises, ενώ οι μεταβολές της ελαστικότητας δεν έχουν ακόμη καθορισθεί. Λόγω των μεγάλων αυτών διακυμάνσεων, η μέτρηση του ιξώδους και της ελαστικότητας των εκκρίσεων ενδείκνυται περισσότερο για την παρακολούθηση της πορείας του ασθενούς, παρά για τη σύγκρισή του με άλλους ασθενείς ή με φυσιολογικά άτομα. Αντίθετα, ο ρυθμός τραχειοβρογχικής καθάρσεως μπορεί να ποσοτικοποιηθεί σε άτομα ή πειραματόζωα, που εκτίθενται σε εισπνοή τοξικών παραγόντων. Ο ρυθμός καθάρσεως εκφράζει την ταχύτητα με την οποία αποβάλλονται από τις επιθηλιακές επιφάνειες των αεραγωγών ξένες διαμερισμένες ύλες. Η τραχειοβρογχική βλέννη είναι αδιάλυτη, εκτός και εάν υποστεί επίδραση κάποιου ισχυρού βλεννολυτικού παράγοντα, όπως η μερκαπτοαιθανόλη, η ουρία και τα νατριούχα θειοκυανικά. Οι παράγοντες αυτοί καταστρέφουν οριστικά την ινώδη διαμόρφωση της βλέννης και μειώνουν τις ελαστικές της ιδιότητες