Δεν έχουν εκπονηθεί συστηματικές εργασίες αναφορικά με τη σχέση των βιοχημικών ιδιοτήτων των πρωτεογλυκάνων στην παθογένεια του πνευμονικού εμφυσήματος. Μερικές πολύ μικρές διαφορές έχουν επισημανθεί στους εμφυσηματικούς πνεύμονες, συγκριτικά με τους καθ΄ηλικία αντιστοιχισμένους υγιείς, αλλά τα ευρήματα αυτά δεν μπορούν να στηρίξουν οριστικά συμπεράσματα. Οι μελέτες επί της περιεκτικότητας των γλυκοζαμινών αντικρούονται, εφ΄όσον άλλοτε διαπιστώνονται αύξηση του υαλουρονικού οξέος και άλλοτε ελάττωση της γλυκοζαμίνης. Οι λόγοι της ασάφειας πρέπει να αναζητηθούν στην έλλειψη ειδικών αναλυτικών μεθόδων και στο γεγονός ότι στις φλεγμονώδεις παθήσεις του πνεύμονος παρατηρούνται μεταβολές των πρωτεογλυκάνων του συνδετικού ιστού ανάλογες με τις παρατηρούμενες σε φλεγμονές άλλων οργάνων[i]. Είναι γνωστό, όμως, ότι η παπαΐνη[ii] υδρολύει το χονδροτινοθειικό οξύ και, επομένως, η συμμετοχή των πρωτεογλυκάνων στην παθογένεια του, απο την παπαίνη τουλάχιστον, προκαλούμενου εμφυσήματος δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Έχει διαπιστωθεί, επιπλέον, ότι η σύνθεση πρωτεογλυκάνων στους πνεύμονες μεταβάλλεται μετά ενδοτραχειακή χορήγηση CdCl2 και προνάσης[iii]. Δεν αποκλείεται, επομένως, οι μεταβολές αυτές να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παθογένεια του πνευμονικού εμφυσήματος.
[i] Keogh, BA., Crystal, RG.: Pulmonary function testing in interstitial pulmonary disease. Chest, 1980∙ 78:856
[ii] Friend, JAR., Legge, JS.: Respiratory medicine. Mainstream medicine, 1993
[iii] Kryger, MH.: The Lung in acid-base regulation. In: Kryger, MH. (Ed): Introduction in Respiratory Medicine. pp 237. Churchill Livingstone, 1990