Υπολογίζεται ότι το συνολικό μήκος των πνευμονικών τριχοειδών υπερβαίνει τα 1500 μίλια και είναι γνωστό ότι 1 ml αίματος καταλαμβάνει περισσότερα από 10μ πνευμονικού τριχοειδούς, μια συνθήκη, που θα μπορούσε να διευκολύνει εντατική μεταβολική δραστηριότητα, με σχετικά μικρή ποσότητα
ενδοθηλιακά κύτταρα πνευμονικής αρτηρίας(►)
ενζύμων. Τα δεδομένα αυτά, σε συνδυασμό με την υποχρεωτική διέλευση του αίματος από την πνευμονική κυκλοφορία, τον εμπλουτισμό με πληθώρα ενζυμικών συστημάτων άμεσα (χωρίς πρόσληψη) ή έμμεσα (μετά κυτταρική πρόσληψη των υποστρωμάτων) διατεθειμένων, προσδιορίζουν το συντελούμενο μεταβολικό έργο του πνεύμονα. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη λειτουργική αιμάτωση του πνεύμονα, η υπεροχή στην παροχή αίματος (ακόμη και συγκριτικά με άλλα όργανα, στα οποία οι μεταβολικές αντιδράσεις ερμηνεύουν την τελεολογική τους διαμόρφωση), αποδεικνύει τη μεταβολική του ικανότητα. Έτσι, ενώ ο πνεύμονας δέχεται το 100% της καρδιακής εξωθήσεως, οι νεφροί δέχονται το 22% (1100 ml), το ήπαρ το 27% (1300ml), οι μύες το 15% (750ml) και ο εγκέφαλος το 14% (700ml) αυτής.
Τα πνευμονικά τριχοειδή επαλείφονται από ενδοθηλιακά κύτταρα, που στην πραγματικότητα, πέρα από την παθητική ανταλλαγή αερίων, παριστούν τη μεταβολική μονάδα του πνευμονικού παρεγχύματος. Ιστοχημικές μελέτες συνηγορούν ότι τα ενδοθηλιακά ένζυμα είναι μεγάλης σπουδαιότητας. Συνθέτουν, επίσης, και απελευθερώνουν προσταγλανδίνες, ενώ ασκούν μια αυστηρά εκλεκτική, μεταβολική δράση σε μια πληθώρα βιοδραστικών ουσιών.