Πνευμονική διατασιμότητα, κλινική σημασία

 

H διατασιμότητα ή ενδοτικότητα είναι καθοριστικής σημασίας μέτρηση στη φυσιολογία της αναπνοής.  Η διατασιμότητα ή ευενδοτότητα, αυξάνεται σε καταστάσεις όπως το πνευμονικό εμφύσημα, κατά το οποίο οι πνεύμονες διατείνονται πλέον ευχερώς, και μειώνεται σε ινωτικές βλάβες κατά τις οποίες ο πνεύμονας διατείνεται δυσχερέστερα. Η πνευμονική επιφανειοδραστική ουσία αυξάνει την ενδοτικότητα, μειώνοντας την επιφανειακή τάση του νερού. Η εσωτερική επιφάνεια της κυψελίδας επαλείφεται, ως γνωστό (à589) από ένα λεπτό στρώμα υγρού που ασκεί επιφανειακή τάση που θα μπορούσε να απολήξει σε σύμπτωση των τοιχωμάτων και ατελεκτάσια των μικρού μεγέθους κυψελίδων, εκκενώνοντας τον περιεχόμενο αέρα στις μεγαλύτερες κυψελίδες. Εάν η κυψελίδα συνέπιπτε θα απαιτούταν τεράστια δύναμη για την επαναδιάνοιξή της, γεγονός που θα σήμαινε τη δραστική μείωση της πνευμονικής διατασιμότητας.

Η παρουσία της επιφανειοδραστικής ουσίας απομειώνει την επιφανειακή τάση.

Χαμηλή πνευμονική διατασιμότητα σημαίνει δύσκαμπτος πνεύμονας, για την έκπτυξη του οποίου απαιτείται η καταβολή μεγάλου έργου αναπνοής, ώστε να επιτευχθεί μια ήρεμη αναπνοή. Αντίθετα, σε έναν υψηλής διατασιμόττηας πνεύμονα, όπως επί εμφυσήματος, ο ελαστικός ιστός του πνεύμονος έχει καταστραφεί, από την ανέλεγκτη δράση πρωτεασών και τη χρόνια υπερέκπτυξη του παρεγχύματος. Οι ασθενείς με εμφύσημα εμφανίζουν πολύ υψηλές τιμές διατασιμότητας, λόγω της χαμηλής πιέσεως ελαστικής επαναφοράς, δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα στην έκπτυξη των πνευμόνων, αλλά αντιμετωπίζουν μεγάλη δυσκολία να εκπνεύσουν. Στις περιπτώσεις αυτές, απαιτείται η καταβολή πρόσθετου έργου προκειμένου να ολοκληρωθεί η εκπνοή.

Η πνευμονική διατασιμότητα επηρεάζεται από [α] μεταβολές της πιέσεως ελαστικής επαναφοράς(à1029· [β] από τον πνευμονικό όγκο· [γ] από παθολογικές εκτροπές στους πνεύμονες.