Οι πνεύμονες μπορούν να χαρακτηρισθούν σαν όργανα με ενδοκρινική δραστηριότητα. Σε απάντηση ποικιλίας ερεθισμάτων, τόσο χημικών, όσο και φυσικών αλλά και σε αναφυλακτικές καταστάσεις, οι πνεύμονες απελευθερώνουν στη κυκλοφορία διάφορες βιολογικά δραστικές ουσίες, όπως προσταγλανδίνες, θρομβοξάνες, λευκοτριένες, ισταμίνη, κινίνες, όπως τον ηωσινοφιλικό χημοτακτικό παράγοντα. Οι πνεύμονες έχουν ακόμη την ικανότητα να συνθέτουν διάφορες βιοδραστικές ουσίες μέσω της μεταβολικής οδού του αραχιδονικού οξέος, όπως προσταγλανδίνες, ενδοπεροξείδια, και θρομβοξάνες. Οι πνεύμονες, διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στο μεταβολισμό και την αδρανοποίηση των προσταγλανδινών (Pg), που καταλύεται από ενδοκυττάρια ένζυμα, όπως η 15-υδροξυ-PG-δεϋδρογενάση και η ρεδουκτάση. Ουσίες, όπως η αγγειοτασίνη Ι, η βραδυκινίνη, το αδενοσινο- μόνο-, δι-, και τρι-φωσφορικό οξύ, υφίστανται χημικές μετατροπές στις επιφάνειες των ενδοθηλιακών κυττάρων, χωρίς να απαιτείται η ενδοκυττάρια εκκόλπωσή τους. Η κατανόηση των φυσιολογικών φαρμακοκινητικών λειτουργιών των πνευμόνων, δηλαδή της ικανότητάς τους να απάγουν από την κυκλοφορία και να μεταβολίζουν βιοδραστικούς, ενδογενείς παράγοντες, (εξυπηρετώντας έτσι τη διατήρηση της ομοιοστάσεως του αναπνευστικού συστήματος, αλλά και του οργανισμού), μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστο δείκτη εκτιμήσεως διαφόρων παθήσεων του αναπνευστικού.