Οι διαταραχές αερισμού μπορούν να ομαδοποιηθούν σε δύο ευρείες κατηγορίες: (α) αποφρακτικού τύπου μείωση της ικανότητας αερισμού και, (β) περιοριστικού τύπου μείωση της ικανότητας αερισμού. Η ομοδοποίηση βασίζεται στο γεγονός ότι κατά την απλή σπιρομέτρηση, μετρώνται δύο παράμετροι: Η ροή, υπό την οποία εκπνέονται (εισπνέονται) όγκοι. Εάν η ροή μειώνεται, πρόκειται για απόφραξη· εάν μειώνεται ο όγκος, πρόκειται για περιορισμό.
Η βατότητα των αεραγωγών εκτιμάται με τη μέτρηση της μεγίστης ροής, που σε αεραγωγούς με συνθήκες στροβιλώδους ροής, μειώνεται για τους εξής λόγους: [1] βρογχόσπασμος, λόγω συσπάσεως των λ. μυϊκών ινών, όπως επί άσθματος· [2] βρογχοστένωση, λόγω φλεγμονής και οιδήματος του βρογχικού βλεννογόνου και υπερτροφίας και υπερπλασίας των τραχειοβρογχικών αδένων, όπως επί χρονίας βρογχίτιδας· [3] μείωση της εγκάρσιας διατομής των αεραγωγών, όπως σε περιπτώσεις με βύσματα παθολογικής συστάσεως βλέννης, εισροφήσεως ξένου σώματος ή εγκολεασμοιύ του τοιχώματος του αεραγωγού από εξωβρογχικό όγκο που πιέζει ή διηθεί το τοίχωμα αεραγωγών· [5] καταστροφή του πνευμονικού παρεγχύματος, που συνεπάγεται μείωση της ελαστικότητας και, επομένως, απώλεια της εξωτυερικής υποστηρίξεως των τοιχωμάτων των αεραγωγών, όπως στην περίπτωση του πνευμονικού εμφυσήματος.
Η μείωση του πνευμονικού όγκου αφορά παθολογικές καταστάσεις στις οποίες η ΤLC ευρίσκεται σημαντικά μειωμένη, αν και δεν είναι δυνατή η μέτρηση της TLC μέσω ενός σπιρομέτρου, επειδή το όργανο μετράει μετακινούμενους όγκους και όχι εκείνους που παραμένουν στους πνεύμονες, μετά τη μεγίστη εκπνοή (: RV). Οι σημαντικότερες από τις παθήσεις με περιοριστικού τύπου μειώσεως του αερισμού ομαδοποιούνται:
Α. Παθήσεις με ενδογενούς αιτιολογίας μείωση της ικανότητας αερισμού, όπως η σαρκοείδωση, η φυματίωση, η πνευμονεκτομή (απώλεια παρεγχύματος) και η πνευμονία (κατάληψη παρεγχύματος).
Β. Παθήσεις με εξωγενούς αιτιολογίας μείωση της ικανότητας αερισμού, όπως η σκολίωση, η κύφωση, η πλευριτική συλογή, αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα, εγκυμοσύνη, νοσογόνος παχυσαρκία, όγκοι, ασκίτης, πλευρωδυνία, π.χ., λόγω κατάγματος πλευρών.
Γ. Νευρομυϊκές παθήσεις, όπως γενικευμένη αδυναμία (δυσθρεψία), παράλυση του διαφράγματος, μυασθένεια gravis (: έλλειψη ακετυλοχολίνης ή περίσσεια χολινεστεράσης, στις νευρομυϊκές συνάψεις, με αποτέλεσμα, αναστολή της προωθήσεων των νευρικών ώσεων προς τους μύες για πρόκληση επαρκούς συσπάσεως. Οι ασθενείς πάσχουν από κόπωση και μυϊκή αδυναμία), μυΙκή δυστροφία, πολυομυελίτις, μυατροφική πλαγία σκλήρυνση.
Όγκος |
φυσιολογική τιμή |
διαταραχή |
παθολογική τιμή |
||
ήπια % |
μέση % |
σοβαρή |
|||
TLC |
80-120%προβ |
περιοριστικό Σ. |
70-80 |
60-70 |
<60 |
αποφρακτικό Σ |
120-130 |
130-150 |
>150 |
||
VC |
>90%προβ |
περιοριστικό Σ. |
70-90 |
50-70 |
<50 |
αποφρακτικό Σ. |
70-90 |
50-70 |
<50 |
||
FRC |
65-135%προβ |
περιοριστικό Σ. |
55-65 |
45-55 |
<45 |
αποφρακτικό Σ. |
135-150 |
150-200 |
>250 |
||
RV |
65-135%prob |
περιοριστικό Σ. |
55-65 |
45-55 |
<46 |
αποφρακτικό Σ. |
35-150 |
150-250 |
>250 |
Πρέπει να σημειωθεί, εν τούτοις, ότι ο ορισμός της βαρύτητας μιας παθολογικής καταστάσεως, με αναφορά μόνο σε μεταβολές των πνευμονικών όγκων, είναι μικρής κλινικής σημασίας, λόγω της ευρυτάτης ποικίλιας παθήσεων μια από τις οποίες έχει προσβάλει τον εξεταζόμενο. Συνήθως, συναξιολογούνται και άλλες παράμετροι, της σπιρομετρήσεως, όπως οι τιμές των μέγιστων εκπνευστικών ροών.
βλέπε: