Ο λάρυγξ έχει δύο βασικές λειτουργίες: [α] την αναπνευστική και, [β] την αμυντική. Με την ιδιότητά του ως αναπνευστικού οργάνου μετέχει στο σχηματισμό του κατώτερου αναπνευστικού, καλύπτοντας το διάστημα μεταξύ φάρυγγος και τραχείας. Ειδικώς κατά την εκπνοή, είναι δυνατή η εμπρόθετη τροποποίηση της ροής του αέρος, ώστε να παραχθεί ήχος. Έτσι, μετατρέπει την εκπνοή σε φώνηση. Υπ΄αυτή την έννοια, η τόσο σπουδαία λειτουργία της φωνήσεως, με την οποία εκφράζονται τα προϊόντα της νοήσεως και του θυμικού δεν είναι παρά μια παραλλαγή της εκπνοής. Η φώνηση, επομένως, είναι παράρτημα της αναπνοής.
Με την αμυντική του ιδιότητα, ο λάρυγξ προστατεύει τα όργανα του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος από την είσοδο σε αυτά υλικών, τα οποία προορίζονται για το πεπτικό σύστημα (σίελος, τροφές). Η αμυντική λειτουργία είναι καθαρώς αντανακλαστική, και εκδηλώνεται με τη δράση τριών σφιγκτήρων, διατεταγμένων σε τρία αλληλοδιάδοχα επίπεδα. Από κάτω προς τα άνω, αυτά είναι: Οι γνήσιες φωνητικές χορδές· οι νόθες φωνητικές χορδές(à388)· Οι αρυταινοεπιγλωττιδικές πτυχές (μαζί με τους αρυταινοειδείς χόνδρους και την επιγλωττίδα). Η φυσιολογική λειτουργία των τριών σφιγκτήρων είναι ταυτόχρονη και μαζική. Με τον τρόπο αυτόν, η πιθανότητα να υπάρξει εισρόφηση ελαχιστοποιείται. Δεν μπορεί φυσιολογικά να συνυπάρχει με την αναπνευστική λειτουργία, διότι αυτή απαιτεί βατό αεραγωγό (à1371).