Η αρτηριακή υποξία μπορεί να οφείλεται σε χαμηλούς δείκτες αερισμού/αιματώσεως, που διαμορφώνονται σε ικανό αριθμό κυψελιδοτριχοειδικών μονάδων, σε ποικίλης αιτιολογίας βλάβες του πνευμονικού παρεγχύματος. Περιοχές με υψηλό δείκτη V̇/Q̇ δεν προκαλούν αρτηριακή υποξία, αν και η ύπαρξη εκτεταμένων πνευμονικών περιοχών με ελαττωμένη αιμάτωση συνοδεύονται αναγκαστικά από περιοχές με υπεραιμάτωση ή απαντούν σε καταστάσεις με χαμηλή καρδιακή εξώθηση. Η υποξική πνευμονική αγγειοσύσπαση και η ενεργοποίηση αντανακλαστικών στους τοπικούς αεραγωγούς κατατείνουν στην ελάττωση των συνεπειών από τις διαταραχές στην προβλεπόμενη αντιστοιχία αερισμού/αιματώσεως. Από κλινικής απόψεως, έχει σημασία η διάκριση μεταξύ των δύο προηγούμενων αιτιών υποξαιμίας, δηλαδή της οφειλομένης σε χαμηλό V̇/Q̇ και της οφειλομένης σε διαφυγή. Κι αυτό επειδή η παρατεταμένη χορήγηση O2, χωρίς το αναμενόμενο αποτέλεσμα, στις περιπτώσεις με διαφυγή θα προκαλούσε διαταραχές στους μηχανισμούς ιστικής αποκαταστάσεως στους πνεύμονες, ενώ η διατήρηση της υποξαιμίας συνεπάγεται αύξηση της καρδιακής εξωθήσεως και του έργου του μυοκαρδίου.
Στους νεαρούς υγιείς, η κατανομή των δεικτών V̇/Q̇ ποικίλλει από χαμηλές τιμές, 0.6, μέχρι περίπου 3.0 και συγκεντρώνονται περί την τιμή 1.0. Με την εγκατάσταση παθολογικής εκτροπής, η κατανομή των δεικτών διαταράσσεται, επειδή περισσότερες κυψελίδες εμφανίζουν υψηλούς ή χαμηλούς δείκτες αερισμού/αιματώσεως. Διαμορφώνονται αναπνευστικές μονάδες με χαμηλούς δείκτες αερισμού/αιματώσεως, που οφείλονται στο βρογχόσπασμο ή τις δομικές μεταβολές που επιβάλει το υποκείμενο νόσημα, όπως πχ., η χρόνια βρογχίτιδα, ή η πνευμονική ίνωση.
Χαμηλοί δείκτες αερισμού/αιματώσεως μπορούν, επίσης, να διαμορφωθούν λόγω μειώσεως της τοπικής αιματώσεως, με φυσιολογικό αερισμό. Η μορφή αυτή υποξαιμίας διαμορφώνεται επί πνευμονικής εμβολής, κατά την οποία η αιματική ροή που κατευθυνόταν προς την αποφραγμένη περιοχή εκτρέπεται προς υγιείς πνευμονικές περιοχές, χωρίς ανάλογη αύξηση του περιοχικού αερισμού.
Όπως ήδη συζητήθηκε, η αρτηριακή υποξία μπορεί να οφείλεται σε χαμηλούς δείκτες αερισμού/αιματώσεως που διαμορφώνονται σε ικανό αριθμό κυψελιδοτριχοειδικών μονάδων, σε ποικίλης αιτιολογίας βλάβες του πνευμονικού παρεγχύματος. Περιοχές με υψηλό δείκτη V/Q δεν προκαλούν αρτηριακή υποξία, αν και η ύπαρξη εκτεταμένων πνευμονικών περιοχών με ελαττωμένη αιμάτωση συνοδεύονται αναγκαστικά από περιοχές με υπεραιμάτωση ή απαντούν σε καταστάσεις με χαμηλή καρδιακή εξώθηση. Η υποξική πνευμονική αγγειοσύσπαση και η ενεργοποίηση αντανακλαστικών στους τοπικούς αεραγωγούς κατατείνουν στην ελάττωση των συνεπειών από τις διαταραχές στην προβλεπόμενη αντιστοιχία αερισμού/αιματώσεως. Από κλινικής απόψεως, έχει σημασία η διάκριση μεταξύ των δύο προηγούμενων αιτιών υποξαιμίας, δηλαδή της οφειλομένης σε χαμηλό V/Q και της οφειλομένης σε διαφυγή (V/Q Þ) [5.5].Κι αυτό επειδή η παρατεταμένη χορήγηση O2, χωρίς το αναμενόμενο αποτέλεσμα, στις περιπτώσεις με διαφυγή θα προκαλούσε διαταραχές στους μηχανισμούς ιστικής αποκαταστάσεως στους πνεύμονες, ενώ η διατήρηση της υποξαιμίας συνεπάγεται αύξηση της καρδιακής εξωθήσεως και του έργου του μυοκαρδίου.