Όπως παντού στον οργανισμό, οι αντανακλαστικοί μηχανισμοί ενεργοποιούνται ακαριαία, επιβάλλονται και ανατρέπουν προσωρινά τη φυσιολογική διαδικασία της προσβαλλόμενης λειτουργίας. Οι αντανακλαστικές μεταβολές της αναπνοής περιγράφονται σαν σπαστική βίαιη μεταβολή της λειτουργικής διαδικασίας της αναπνοής. Όταν το ερέθισμα δεν είναι πολύ ισχυρό, αναπτύσσονται σχετικά πολύ ηπιότερες αντανακλαστικές αντιδράσεις προστασίας, όπως η άπνοια, η βραδύπνοια, η επιπόλαιη αναπνοή, δηλαδή απλές μεταβολές του αναπνεόμενου όγκου ή/και της αναπνευστικής συχνότητας. Οι δυσμενείς συνέπειες των αντιδράσεων αυτών συνήθως αναστρέφονται σύντομα μετά την εξάντληση της αντανακλαστικογόνου δράσεως, χωρίς παθολογικά κατάλοιπα. Όταν, αντίθετα, το ερέθισμα είναι ισχυρό, εκλύονται εντονότερες αντανακλαστικές αντιδράσεις άμυνας όπως ο βήχας, ο πταρμός, κλπ., που αποσκοπούν στην κάθαρση των ρινικών κοιλοτήτων και του τραχειοβρογχικού δένδρου από το βλαπτικό περιεχόμενό τους.
Το αναπνευστικό σύστημα είναι εφοδιασμένο με υποδοχείς που ελέγχουν τους ποιοτικούς και φυσικούς χαρακτήρες του εισπνεομένου όγκου αέρος. Η παρουσία ερεθιστικών ή βλαπτικών προσμίξεων ‘αναγνωρίζεται’ από το ανώτερο -κυρίως- αναπνευστικό σύστημα και προκαλούνται σχεδόν ακαριαίες αντανακλαστικές αντιδράσεις. Πρόκειται περί προστατευτικών αντανακλαστικών αναχαιτήσεως, τα οποία δεν αποσκοπούν στη μεταβολή των φυσικοχημικών ιδιοτήτων του εισπνεομένου βλαπτικού παράγοντα, ώστε να καταστεί αυτός ακίνδυνος κατά την επαφή του με τους ευαίσθητους ιστούς του παρεγχύματος ούτε επιχειρούν την αποβολή του από τον οργανισμό. Η σκοπιμότητα των προστατευτικών αντανακλαστικών αναχαιτήσεως είναι η παρεμπόδιση της διεισδύσεως του βλαπτικού παράγοντα και ο αποκλεισμός του συστήματος από το επικίνδυνο περιβάλλον.