Αναπνεόμενος όγκος, όρια

Η οριοθέτηση του αναπνεόμενου όγκου επιβάλλει αντίστοιχη οριοθέτηση του κατά λεπτό αερισμού, σύμφωνα με την εξίσωση à224, ώστε μπορεί να μην αποκτήσει ικανό μέγεθος, αναγκαίο για τις τρέχουσες μεταβολικές ανάγκες. Συνήθως ο υποαερισμός είναι αποτέλεσμα μεταβολών στο πνευμονικό παρέγχυμα και τους αεραγωγούς, που εμποδίζουν την έκπτυξη του θώρακος κατά την εισπνοή. Οι παράγοντες αυτοί συζητώνται στα αντίστοιχα λήμματα.

Ο αναπνεόμενος όγκος μπορεί, επιπλέον, να οριοθετηθεί από μη αναπνευστικούς παράγοντες που θα πρέπει να λαμβάνονται υπ΄όψη πιθανά αίτια αναπνευστικής διαταραχής. Παθολογικές εκτροπές του νευρικού συστήματος συγκαταλέγονται στα κοινότερα αίτια περιορισμού του αναπνεόμενου όγκου και του κατά λεπτό πνευμονικού αερισμού. Ο κεντρικός έλεγχος αναπνοής, που επιτελείται στον προμήκη μπορεί να αναχαιτισθεί από τη δράση κεντρικώς δρώντων φαρμάκων, την υποξία, την υπερκαπνία, ή κακώσεις του ΚΝΣ, λοιμώξεις ή αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια. Η νευρική αγωγή από το κέντρο της αναπνοής στους εισπνευστικούς μύες μπορεί να διακοπεί, όπως επί κακώσεων της Σ.Σ., ή λόγω νευρολογικών παθήσεων (απομυελίνωση). Η πολυομυελίτις, συχνά, απολήγει σε μόνιμες διαταραχές των κυττάρων των προσθίων κεράτων, ενώ το σύνδρομο Guilain-Barrė, μια αναστρέψιμη πολυνευρίτις, κυμανόμενης βαρύτητας, μπορεί να εκδηλώνεται με αναχαίτιση των εισπνευστικών σημάτων από τους κατώτερους κινητικούς νευρώνες που εξυπηρετούν την έκβαση της αναπνοής. Επιπλέον, η μυασθένεια gravis και η αλλαντίαση αναχαιτίζουν τη μετάδοση ώσεων στις νευρομυϊκές συνάψεις. Σπανιότερα, μυϊκές δυστροφίες μπορεί να εμπλέκουν τους αναπνευστικούς μύες.

Δυσμορφίες του θωρακικού τοιχώματος που οριοθετούν την έκπτυξη του θωρακικού τοιχώματος προκαλούν περιορισμό του αναπνεόμενου όγκου και του V̇E. Η κυφοσκολίωση, μια δυσμορφία του θώρακος, που επιβάλλει περιορισμό της εισπνευστικής κινητικότητας των πλευρών μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τον πνευμονικό αερισμό και την κατανομή του αερισμού στους πνεύμονες. Η παχυσαρκία μπορεί, επιπλέον, να μειώνει τη θωρακική έκπτυξη και τον αερισμό. Το υπερβολικό βάρος καθιστά δυσχερή την επίτευξη επαρκούς εκπτύξεως και τη διατήρηση ικανοποιητικού αναπνεόμενου όγκου, ενώ παράγεται μικρότερος όγκος με την εισπνευστική προσπάθεια.

Η συμφορητική καρδιοπάθεια είναι ένα, ακόμη, αίτιο αναπνευστικής ανεπάρκειας. Η ανεπάρκεια αερισμού οφείλεται στην αύξηση του όγκου του αίματος στην πνευμονικιή αγγειακή κοίτη, ιδίως στα τριχοειδή και τις φλέβες που προκαλούν μείωση της πνευμονικής ενδοτικότητας