Εικόνα 1, πρώτη σελίδα της μονογραφίας το Ibn-Al -Nafis, επί της ανπνοής
Οι πληροφορίες που ήταν απαραίτητες για ανάπτυξη της φυσιολογίας της αναπνοής ήταν ήδη διαθέσιμες περί το 1667. Η φυσιολογία της αναπνοής αναπτύχθηκε υπό αυξομειούμενη ένταση, ανάλογη με το ενδιαφέρον των ερευνητών και τη διαθέσιμη, κάθε φορά, τεχνολογία. Ο όγκος αέρος που κάθε άτομο μπορεί να εισπνεύσει και να εκπνεύσει μετρήθηκε περί το 1679 από το Borelli, αν και ο Ιπποκράτης είχε σημειώσει ότι ο εκπνεόμενος αέρας, σε ποσότητα είναι μικρότερος από εισπνεόμενο. Αργότερα διευκρινίσθηκε ότι η ποσότητα αυτή κυμαινόταν επί ενηλίκων μεταξύ 3.3-4.9 ml υπό θερμοκρασία περιβάλλοντος. Η ανάγκη για διόρθωση ως προς τη θερμοκρασία επισημάνθηκε από τον Goodwyn (1788). Αργότερα, εντοπίσηκαν οι διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών, καθώς ο Thackrah (1831) έδειξε ότι οι γυναίκες έχουν μικρότερο αναπνεόμενο όγκο αέρος, παρ΄ό,τι οι άνδρες. Και ό,τι το ποσόν της αναπνοής υπολείπεται σε εργάτες που εργάζονται σε περιβάλλον με σκόνες. Η μέτρηση της ζωτικής χωρητικότητας, μετρήθηκε από το Hutchinson, 1846, ο οποίος την όρισε ως το μεγαλύτερο δυνατό εκπνεόμενο όγκο αέρος, μετά μεγίστη εισπνοή, και σχεδίασε το πρώτο υγρό σπιρόμετρο, με το οποίο επιχείρησε τις ανάλογες μετρήσεις. Τις μετρήσεις διέκρινε ανάλογα με το φύλο, την ηλικία και το ύψος και διατεινόταν ότι με τη μέθοδο αυτή μπορούσε να διαγνώσει την ενεργό φυματίωση σε προσυμπτωματικό στάδιο. Διαπίστωνε ότι για κάθε εκατοστό αύξηση του ύψους προέκυπτε ανάλογη αύξηση του εκπνεόμενου αέρα, γεγονός που επαληθεύτηκε πλήρως. Διαπίστωσε ότι η ζωτική χωρητικότητα, VC, μειώνεται με την ηλικία και είναι μικρότερη σε πνευμονοπάθειες. Ο όγκος του υπολειπομένου αέρα είχε μόλις μερικά χρόνια πριν μετρηθεί από τον Davy (1800), αλλά η μέθοδος με χρήση πληθυσμογραφίας ολοκλήρου του σώματος (whole body plethysmography) αναπτύχθηκε από τον DuBois και συν., το 1956.