Ο αναπνεόμενος όγκος, VT, ισούται με τον V̇E/f, όπου f η αναπνευστική συχνότητα. Επι υγιών, ο VT αυξάνεται προς ικανοποίηση των αναγκών αερισμού, κατά τη διάρκεια κοπώσεως. Η f αυξάνεται κατά μικρό ποσοστό, στην αρχή της κοπώσεως. Ο τύπος αυτός αναπνοής υιοθετείται μέχρις ότου ο VT φτάσει στο 60% περίπου της VC. Περαιτέρω αύξηση του V̇E, εκφράζεται με αύξηση της f.
Στο διάγραμμα, η διακεκομμένη γραμμή αφορά στην αύξηση του VT, και η συνεχής στην αύξηση της f, με την αύξηση του αερισμού. Διαπιστώνεται ότι αρχικά, η αύξηση του αερισμού ικανοποιείται με αύξηση του VT, αλλά, η περαιτέρω αύξηση του αερισμού, επιδιώκεται με αύξηση της f.
Οι ασθενείς με αποφρακτικά νοσήματα έχουν την ικανότητα να αυξάνουν τον V̇E τους, αλλά όχι μέχρι του προβλεπόμενου ύψους, λόγω της μειώσεως της VC ή της αυξήσεως των αντιστάσεων. Στις οφειλόμενες σε εμφυσηματικές βλάβες στον πνεύμονα χρόνιες αποφρακτικές πνευμονοπάθειες, δηλαδή στις πνευμονοπάθειες που απολήγουν σε ελάττωση της πνευμονικής ελαστικότητας (αύξηση της πνευμονικής διατασιμότητας), αναγνωρίζεται μεγάλη αύξηση του VT, υπό σχετικά χαμηλή συχνότητα, κατά τη διάρκεια κοπώσεως και η εκτροπή αυτή έχει αντιρροπιστική σκοπιμότητα: τη μείωση του έργου αναπνοής. Ο τύπος αυτός αναπνοής δεν είναι τόσο έκδηλος επί αποφρακτικής πνευμονοπάθειας, οφειλομένης σε άλλα παθογενετικά αίτια, όπως η χρόνια βρογχίτιδα ή ο αναστρέψιμος βρογχόσπασμος. Εάν οι μεταβολικές απαιτήσεις επί κοπώσεως δεν μπορούν να ικανοποιηθούν με αυτόν τον τύπο αναπνοής, ο VT μπορεί να μειωθεί και να αναδυθεί η αίσθηση δύσπνοιας. Αντίθετα, επί περιοριστικών συνδρόμων, ο VT μπορεί να παραμείνει αμετάβλητος και η αύξηση του V̇E , κατά τη διάρκεια ασκήσεως οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στην αύξηση της συχνότητας αναπνοής, f. Από μηχανικής απόψεως, είναι ευχερέστερη η συχνή αναπνοή μικρών αναπνευστικών όγκων, παρά η αύξηση του αναπνεόμενου όγκου επί πνευμόνων με μειωμένη διατασιμότητα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το καταβαλλόμενο έργο αναπνοής είναι μεγάλο προκειμένου να διαταθούν οι πνεύμονες σε υψηλούς όγκους, κατά τη διάρκεια ταχύπνοιας, λόγω ασκήσεως.