Μέγιστη εκπνευστική ταχύτητα ροής, που οικοδομείται, στιγμιαία, κατά τη δοκιμασία FVC (à498, 842, 843), μετά μεγίστη εκπνοή. Παράγεται περίπου όταν το 90% της βίαιης ζωτικής χωρητικότητας υπολείπεται να εκπνευσθεί. Η PEFR εκφέρεται σε μονάδες L/min ή L/sec. Η παράμετρος αυτή, που μπορεί, επίσης, να εξαχθεί γραφικά από την καμπύλη όγκου/χρόνου (à588) είναι ευαίσθητη στις αποφρακτικές διαταραχές της ικανότητας αερισμού (à1239). Η δοκιμασία ελέγχου της ροής στο μέσο της FVC, είναι αξιόπιστη, επειδή δεν περιλαμβάνει το πρώτο τέταρτο της εκπνοής, που επηρεάζεται από την προσπάθεια του ασθενούς, να υπερκεράσει τις δυνάμεις αδρανείας του θωρακικού τοιχώματος, προκειμένου να εξελιχθεί η εισπνευστική του έκπτυξη. Δεν περιλαμβάνει, επίσης το τελευταίο τέταρτο της εκπνοής, που επηρεάζεται από την ήδη μειωμένη φυσική ικανότητα του εξεταζομένου να επιτελεί βίαιη και ισχυρή εκπνοή, την παρείσφρυση βρογχοσπάσμου, που αναδύεται στο τέλος της βίαιης εκπνοής και τη δύσπνοια που μπορεί να εμφανιστεί κατά το τέλος της FVC.
Χρησιμοποιείται για την καταγραφή ημερήσιων διακυμάνσεων της αποφράξεως αεραγωγών σε παθήσεις, με απόφραξη που διακυμαίνεται είτε αυτόματα ή μετά θεραπεία, όπως το άσθμα. Για τη μέτρησή της χρησιμοποιείται μια χαμηλού κόστους συσκευή, το ροόμετρο, από τις δημοφιλέστερες μορφές του οποίου είναι το mini ροόμετρο τύπου Wright.
Είναι γνωστό ότι οι χρόνιοι αποφρακτικοί ασθενείς εμφανίζουν κοινά συμπτώματα με τους πάσχοντες από συμφορητική καρδφιακή ανεπάρκεια, όπως δύσπνοια, απόχρεμψη και υποξαιμία. Η μέτρηση της PEFR μπορεί να εισφέρει στη μεταξύ τους διαφορική διάγνωση, καθώς έχει βρεθεί ότι τιμές χαμηλότερες των 150-200 ml είναι δηλωτικές παροξύνσεως ΧΑΠ, ενώ μεγαλύτερες των 200 ml, συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας.