Η πυκνότητα ενός αερίου μεταβάλλεται ανάλογα με την πίεση, υπό την οποία διατίθεται.
Αύξηση της πυκνότητας επάγει την εμφάνιση στροβιλώδους ροής, με αποτέλεσμα την ανάγκη εφαρμογής μεγαλύτερης πιέσεως, προκειμένου να διατηρηθεί σταθερή ροή. Η πυκνότητα του εισπνεόμενου αέρα μειώνεται με το υψόμετρο ή με χορήγηση κατάλληλων μιγμάτων, όπως εκείνο του Ο2+He. Ετσι, η άνοδος σε υψόμετρο 1.5 km, πχ., συνεπάγεται αύξηση της ικανότητας αερισμού των πνευμόνων, κατά 8%-15%. Μίγματα Ο2 (21%)+He (79%) έχουν χρησιμοποιηθεί, προκειμένου να ελαττωθεί το έργο αναπνοής σε ασθενείς με διάχυτα βρογχοπνευμονικά αποφρακτικά νοσήματα. Με την ελάττωση της πυκνότητας του εισπνεόμενου αερίου προκαλούνται λιγότεροι στροβιλισμοί, με κάθε μέγεθος ροής και, επομένως, απατείται η άσκηση μικρότερης πιέσεως, προκειμένου να διατηρηθεί σταθερή η ροή. Η επίδραση της πυκνότητας στη ροή έχει μεγάλη κλινική σημασία, πχ., κατά την εκτέλεση δοκιμασιών που ελέγχουν την ικανότητα αερισμού στους πνεύμονες.
Τα μίγματα χαμηλής πυκνότητας, προκαλούν μείωση του έργου αναπνοής, αλλά, παράλληλα, προκαλούν αύξηση του έργου αναπνοής, λόγω αυξήσεως της γλοιότητάς τους. Από το συγκερασμό των δύο μεταβολών, πάντως, προκύπτει, τελικά, μικρή βελτίωση του έργου αναπνοής κατά την ήρεμη αναπνοή, αλλά μεγαλύτερη βελτίωση, κατά τις δοκιμασίες μέγιστης ροής.