Οξυμετρία είναι η προσαρμογή μιας φασματοφωτομετρικής μεθόδου για in vivo χρήση, μέσω ενός αισθητήρα τοποθετούμενο στο δάκτυλο, το λοβό του αυτιού, την πτέρνα, ή άλλη θέση.
Στην παλμική οξυμετρία η παρεμβολή άλλων ιστών ελαχιστοποιείται με το να ορίζεται ο χρόνος μετρήσεως, ακριβώς τη στιγμή που τα αγγεία διαστέλλονται από το παλμικό κύμα[i].
Ο αισθητήρας διαθέτει διοδικές λυχνίες που εκπέμπουν φώς στο μήκος κύματος του ερυθρού, (δηλαδή 650 nm) και στο υπέρυθρο (940 nm). Το φάσμα απορροφήσεως ποικίλλει ανάλογα με τη μορφή της Hb, ενώ οι μετρήσεις είναι δεκτικές σφαλμάτων, ανάλογα με το βαθμό της COHb ή την υπάρχουσα χολερυθρίνη (υπερεκτίμηση του κορεσμού Hb), του ποσού της metHb (υποεκτίμηση του κορεσμού) και της διακυμάνσεως του βαθμού αγγειοδιαστολής των αιμαγγείων που επηρεάζουν την ποσότητα του διερχομένου αίματος, κατά τη στιγμή της μετρήσεως. Η μέτρηση επηρεάζεται εάν διενεργηθεί προ εμποδίων (στο αυτί, τρύπα για τοποθέτηση κοσμημάτων ή προ βαμμένων νυχιών ή άλλων χρωστικών δέρματος). Η χρώση του δέρματος, επίσης, επηρεάζει την απορρόφηση του φωτός, και την ποιότητα των αποτελεσμάτων, γεγονός που εγείρει ανακρίβειες στη μέτρηση σκουρόχρωμων ατόμων. Δερματικοί χρωματισμοί μπορεί να οφείλονται, επιπλέον, σε λήψη φαρμάκων ή χρωστικών για διαγνωστικούς λόγους. Πιστεύεται ότι επί ορθής εκτελέσεως της δοκιμασίας, η χρώση του δέρματος δεν επηρεάζει σε κλινικά αξιόλογο βαθμό. Οι ενδείξεις της παλμικής οξυμετρίας πρέπει να ερμηνεύονται με προσοχή και να θεωρείται μόνο ως οδηγός οξυγονώσεως του αίματος. Προσοχή, επίσης, απαιτείται όταν η παλμική οξυμετρία εφαρμόζεται σε ασθενείς με παλόμενες φλέβες, π.χ., επί ανεπάρκειας τριγλώχινος, αρτηριοφλεβώδεις αναστομώσεις, και αποκλεισμό δεξιού σκέλους.
Με την παλμική οξυμετρία μετρείται ο αρτηριακός κορεσμός αιμοσφαιρίνης. Η χρησιμοποιούμενη τεχνολογία είναι πολύπολοκη, αλλά η μέθοδος βασίζεται σε δύο αρχές: α. Η απορρόφηση φωτός σε δύο διαφορετικά μήκη κύματος από την Hb διαφέρει, ανάλογα με την οξυγόνωσή της· β. Το σήμα, κατά τη μεταγωγή του δια των ιστών λαμβάνει παλμικό χαρακτήρα απότοκο του μεταβαλλόμενου όγκου του αρτηριακού αίματος με κάθε καρδιακή ώση. Αυτό μπορεί να διακριθεί, μέσω μικροεπεξεργαστή από το μη παλμικό στοιχείο, που είναι απότοκο της φλεβικής, τριχοειδικής και ιστικής απορροφήσεως. Η λειτουργία του παλμικού οξύμετρου επηρεάζεται από σωρεία παραγόντων, στους οποίους περιλαμβάνεται το φως του περιβάλλοντος, το ποσοστό παθολογικής Hb, ο ρυθμός και η συχνότητα των παλμών, ο αγγειόσπασμος και η καρδιακή λειτουργία.
Το παλμικό οξύμετρο δεν παρέχει πληροφορίες για την κατάσταση αερισμού του εξεταζομένου, αλλά μόνο για την οξυγόνωση και επομένως, παρέχει εσφαλμένη αίσθηση ασφάλειας, σε περιπτώσεις χορηγήσεως συμπληρωματικού οξυγόνου.
Το παλμικό οξύμετρο αποτελείται από μια περιφερική γεννήτρια φωτός συνδεδεμένο με έναν μικροεπεξεργαστή, ο οποίος εμφανίζει τον κορεσμό Hb και τον καρδιακό ρυθμό. Τα περισσότερα διαθέτουν και ένα ακουστικό τόνο, των ώσεων, το βάθος του οποίου είναι ανάλογο του κορεσμού Ηb, που είναι χρήσιμο σε περιπτώσεις αδυναμίας οπτικού ελέγχου των ενδείξεων του οξυμέτρου.
Πρέπει να τονιστεί ότι τα οξύμετρα σφυγμού (pusle oximeters) δεν είναι αξιόπιστα επί παρουσίας αιμοσφαιρινών που δεν μεταφέρουν οξυγόνο, όπως η παρουσία μεθαιμοσφαιρίνης και καρβοξυαιμοσφαιρίνης. Τα οξύμετρα δεν ξεχωρίζουν την αιμοσφαιρίνη που είναι συνδεμένη με CO απ’ αυτή που είναι συνδεμένη με Ο2 και αναφέρουν το άθροισμα των δύο αιμοσφαιρινών ως ποσότητα οξυαιμοσφαιρίνης (ΗbΟ2).
[i] Polange JA. Pulse oximetry: technical aspects of machine design. Int Anesthesiol Clin 1987; 25: 137–153.