Ο FEV1 είναι η πλέον διάχυτα χρησιμοποιούμενη παράμετρος λειτουργικού ελέγχου των μηχανικών ιδιοτήτων της αναπνοής. Στα φυσιολογικά άτομα, ο FEV1 περικλείει το μέγιστο μέρος της βίαια εκπνεόμενης ζωτικής χωρητικότητας, μέσω της σπιρομετρικής δοκιμασίας και περιγράφει τις μηχανικές ιδιότητες των μεγάλων και μεσομεγέθων αεραγωγών. Στην καμπύλη V̇-V, ο FEV1 καταγράφεται μεταξύ του 75% και 85% του εκπνευσθέντος όγκου της FVC. Ο FEV1 μειώνεται στα περιοριστικά και αποφρακτικά σύνδρομα, έτσι δεν μπορεί να αποτελέσει διαγνωστικό κριτήριο της υποκείμενης διαταραχής. Μπορεί, όμως, να αποτυπώσει την έκταση της βλάβης. Έτσι, από κοινού με το δείκτη Tiffenau ([F]VC/FEV1)%, ο οποίος αυξάνεται επί περιοριστικών και μειώνεται επί αποφρακτικών συνδρόμων, αποτελούν πρωτεύον εργαστηριακό μέσο διαγνώσεως και παρακολουθήσεως της εξελίξεως των πνευμονικών εκτροπών. Συγκεκριμένα, στα αποφρακτικά σύνδρομα, ο FEV1 μειώνεται δυσανάλογα περισσότερο, συγκριτικά με τη μείωση που καταγράφεται στη FVC, με αποτέλεσμα μείωση του FEV1/FVC, σε όρια χαμηλότερα από τις προβλεπόμενες τιμές του, αναδιεκνύοντας το βαθμό της –αποφρακτικού τύπου- βλάβης. Στα περιοριστικού τύπου σύνδρομα, ο FEV1, η FVC και η TLC, εμφανίζονται μειωμένες, σε βαθμό ανάλογο της βλάβης. Έτσι ο FEV1/FVC παραμένει αμετακίνητος στα προβλεπόμενα όριά του ή, ακόμη, μπορεί και να αυξηθεί.
βλέπε: προβλεπόμενες τιμές.